Είναι γεγονός ότι στη σύγχρονη κοινωνικό-πολιτική ζωή η αριστερή – διεθνιστική θέαση κατισχύει επί πάσης άλλης απόψεως, φαινόμενο το οποίο παρατηρείται σε παγκόσμιο επίπεδο. Η ιδεολογική ηγεμονία και πολιτική πατρωνία της αριστεράς συνιστά αναντιλέκτως θέσφατο, σε τέτοιο σημείο ώστε οποιοσδήποτε εκφράσει αντιρρήσεις, ενστάσεις ή έστω απορίες για το αριστερό αφήγημα, «εξουδετερώνεται» αυτοστιγμεί με συνοπτικές διαδικασίες δια της προσδόσεως επ’ αυτώ της πολιτικής ταυτότητας του «φασίστα» ή άλλων σχετικών αφοριστικών χαρακτηρισμών. Οι χαρακτηρισμοί αυτοί χρησιμοποιούνται για να προσδιορίσουν τόσα διαφορετικά εννοιολογικά πεδία, όσα ακριβώς είναι και οι διαταραχές των προσδιδόντων. Έτσι, φασίστας είναι όποιος διαφωνεί με την παγκοσμιοποίηση, αντιτίθεται στον πολυφυλετισμό, απορρίπτει τα ανοικτά σύνορα, ασκεί κριτική στον μαρξισμό, στον φιλελευθερισμό, διαφωνεί με την άμβλωση, αντιμάχεται το φεμινισμό, εγείρει ενστάσεις για την υιοθεσία τέκνων από ομόφυλα ζευγάρια και γενικώς όποιος διαφωνεί με την καθεστηκυία τάξη. Ο «φασισμός» λοιπόν και άλλοι συναφείς χαρακτηρισμοί, χρησιμοποιούνται για να προσδιορίσουν δεκάδες άλλες διαφορετικές έννοιες, προτιμώνται δε λόγω της τεράστιας επικοινωνιακής τους δυνάμεως και της προσδοθείσης πολιτικής βαρύτητας. Η εννοιολογική στρέβλωση λοιπόν της ηττηθείσης κοσμοθεωρίας το ‘45, στοχεύει κυρίως στη θυμική έξαρση και σύγχυση. Για αυτό το λόγο η αριστερή – αντιφασιστική προπαγανδιστική βιομηχανία επενδύει περισσότερο στη διέγερση του συναισθήματος, παρά στην παράθεση λογικών επιχειρημάτων.
Γιατί όμως υφίσταται αυτή η ιδεολογική κυριαρχία; Γιατί οποιοσδήποτε διαφωνήσει με το ιδεολογικώς αποστεωμένο και κοινωνικώς παρωχημένο σύστημα της αριστεράς, αμέσως επιστρατεύονται εναντίον του, όχι λογικά επιχειρήματα αλλά επικοινωνιακά τσιτάτα;
Είναι πασίδηλο ότι η ελληνική αριστερά έχει επιτύχει όλα αυτά τα χρόνια την ολική επικράτησή της στον ακαδημαϊκό χώρο. Αρχής γενομένης από την πολιτική ήττα των εθνικιστικών – λαϊκών δυνάμεων το ‘45, συνεκροτήθη βαθμιαίως και συστηματικώς ένα πολυπλόκαμο αντι-εθνικιστικό μέτωπο διεθνώς, το οποίο φυσικά διάβρωσε τις πολιτικο-κοινωνικές δομές του δυτικού κόσμου. Αυτό το μέτωπο παγιώθηκε και εδραιώθηκε στον ακαδημαϊκό χώρο και στο χώρο των μίντια σταθερώς μέχρι και την κατάρρευση των σοβιετικών καθεστώτων. Έκτοτε θα περίμενε κανείς ότι όλοι αυτοί οι εκπρόσωποι του διεθνισμού, του κομμουνισμού, του διαλεκτικού υλισμού και όλων των παραφυάδων του μαρξιστικού συμπιλήματος, θα εγκατέλειπαν τα ανέρειστα, ουτοπικά και συγχεχυμένα δόγματα. Παρά πάσαν προσδοκίαν, συνέχισαν ακαθέκτως την αντιφασιστική τους δράση, σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, ισχυριζόμενοι ότι το μαρξιστικό μοντέλο δεν εφηρμόσθη κατά τον ιδεολογικώς προσήκοντα τρόπο, δεν επετεύχθη η σωστή πολιτική προσέγγιση σε βασικές ή και επουσιώδεις ιδεολογικές πτυχές και εν πάση περιπτώσει, ο κομμουνισμός δεν επεβλήθη με την ακέραια μορφή του. Αυτό συνεπάγετο ότι θα συνέχιζαν μέχρι την εύρεση – και επιβολή φυσικά – της ιδεατής και τέλειας μορφής του μαρξιστικού δόγματος στους όχλους. Σε αυτήν την αναζήτηση λοιπόν ο κομμουνισμός λείανε τις γωνίες του και μετεβλήθη σε μια πιο ελαστική, ανειμένη και «ανεκτική» μορφή, αυτό που ονομάζεται πολιτισμικός μαρξισμός. Η ιδεολογικοποιημένη μωρολογία αυτού του ελαφρώς παρηλλαγμένου κομμουνισμού είναι γνωστή τοις πάσι και περιστρέφεται γύρω από ένα λεκτικό – παρά ιδεολογικό – πλέγμα: «Πρόοδος», «αλληλεγγύη, «ανθρωπισμός», «ανθρώπινα δικαιώματα», «ανοχή στη «σεξουαλική διαστροφή», «ανοικτά σύνορα» κτλ. Αυτή λοιπόν η μαζική κουλτούρα μιας διάχυτης απροσδιόριστης ηθικολογίας και ενός αορίστου και ψευδωνύμου ανθρωπισμού, λειτουργεί αναμφιλέκτως ως υποκατάστατο της ανεφάρμοστης και ανεδαφικής ιδεολογίας του κομμουνισμού, γεγονός το οποίο δεικνύει τη συνεχή ανάγκη αναζητήσεως σημείων αναφορών, έστω σε φαντασιακό επίπεδο. Όπως δηλαδή αντιλαμβάνεται κανείς, η σύγχρονη εποχή μαστίζεται από την προσπάθεια των ιδεολογικών νικητών του 1945 να πείσουν την κοινή γνώμη ότι «έχουν δίκιο».
Οι εκπρόσωποι της αριστεράς λοιπόν, δεν περιορίζονται στην προσπάθεια αναδείξεως του κομμουνιστικού και διεθνιστικού αφηγήματος, αλλά προχωρούν στην οικοδόμηση ενός τεχνητού μανιχαϊστικού διπόλου (φασισμός – αντιφασισμός), του οποίου η χρήση εξυπηρετεί δύο στόχους: Αφενός πρέπει να αποδομηθεί ο «φασισμός», αφετέρου πρέπει να αποδειχθεί ο αντιφασισμός. Εδώ ακριβώς, σύμφωνα με αυτήν την παιδαριώδη δυϊστική άποψη, διαφαίνεται ο ψυχολογικός παράγοντας που εμφιλοχωρεί και κατατρύχει την – έμφορτη συμπλεγμάτων και απωθημένων – θέαση των αριστερών. Ένα βαθύτατο σύμπλεγμα το οποίο έχει ενσωματωθεί και ταυτισθεί με έναν γενικευμένο και αόριστο αντιφασισμό και την ευρύτερη αριστερά, και γι΄ αυτό το λόγο βρίσκεται σε υπολανθάνουσα κατάσταση και δεν καθίσταται ευκόλως αντιληπτό. Είναι ακριβώς αυτή η ανάγκη που ανακύπτει, η οποία δεν ικανοποιείται μόνο με την υπερπροβολή της διεθνιστικής πολιτικής δράσεως και της σημασίας της αλλά κυρίως με την συνεχή και αδιάλειπτη (υπερβαίνοντας τα όρια της μονομανίας) προσπάθεια αποδομήσεως της Εθνικής Ιδέας. Μέσω του “φασισμού” λοιπόν αυτοεπιβεβαιώνεται ο τύπος αυτός του ανθρώπου ο οποίος πασχίζει να βρει διέξοδο από πολλά προβλήματα όπως από την κοινωνική ανεπάρκεια, την ψυχολογική πίεση, την ανάγκη επιβολής, κτλ. Ο “φασισμός”, η εθνική ιδεολογία σε ελεύθερη μετάφραση, είναι το σημείο αναφοράς της υπάρξεως του αριστερού. Είναι θα λέγαμε ο τροφός της αριστεράς. Χωρίς φασισμό, δεν νοείται αντιφασισμός. Χωρίς εθνικισμό, δεν υπάρχει διεθνισμός. Η εθνική βιοθεωρία λοιπόν σχηματοποιεί, ορίζει και προσδιορίζει το ιδεολογικό πλαίσιο μέσα από το οποίο ο αριστερός θα εκφράσει το δόγμα του και θα αναπτύξει τις πολιτικές του ιδέες. Οι ιδέες του βεβαίως ενδύονται ενός περίτεχνου περιβλήματος, αυτό του αμφιβόλου διανοηματισμού, προκειμένου να εξωραϊσθούν και να καλλωπισθούν στις συνειδήσεις των όχλων, άσχετα αν αυτές κείνται φύρδην μίγδην μέσα στο κεφάλι του. Το ζητούμενο είναι ο μανδύας του διανοηματισμού ο οποίος θα «χρυσώσει το χάπι». Η αριστερά λοιπόν καταλήγει να είναι στην ουσία μια τεράστια δεξαμενή πνευματικών αποβλήτων, ατόμων χαμηλής υποστάθμης και αντιληπτικής ικανότητας, τα οποία προτίθενται να σύρουν στον δικό τους βούρκο όλους όσους δεν ανήκουν στη συνομοταξία τους, ιδεολογικοποιώντας την αδυναμία, την ανεπάρκεια και την ανικανότητα.
Μέσα σε αυτήν την δίνη της συγχεχυμένης πολιτικής σκέψεως, περιπλεχθείσης βεβαίως με σύνδρομα και χρόνιες εμμονές, οι εκπρόσωποι της αριστεράς εκφράζουν την ανάγκη να ξεπεραστούν τα σύνορα και να υπερβούμε τη «φαντασιακή αναγκαιότητα» (όπως χαρακτηριστικώς διατείνονται) των εθνικών κρατών… Μέσα από αυτήν την σύγχυση προκύπτει και η ταύτισή τους με την παγκοσμιοποίηση και τον καπιταλισμό. Ο μαρξιστικός διεθνισμός που προπαγανδίζουν δε διαφέρει ουσιαστικώς σε τίποτε από τον διεθνισμό της μαζικής κουλτούρας και του κοσμοπολιτισμού. Έτσι εδώ στοιχειοθετείται η άρρηκτη σχέση αριστεράς και κεφαλαίου και ο πόλεμος ενάντια στο … φασισμό, μετατρέπεται καθαρώς σε εθνομηδενισμό. Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι η έννοια του έθνους ή η εθνική πραγματικότητα συνιστά ένα ιδεολογικό «αντι-φετίχ», η χρήση του οποίου καταλήγει να είναι το μπαλάκι ψυχολογικής εκτονώσεως ανθρώπων προκατειλημμένων, συνήθως χαμηλής αντιληπτικής ικανότητας και, όπως προελέχθη, έμφορτων φοβικών συνδρόμων. Κοινή λοιπόν συνισταμένη των (αυτοπροσδιοριζομένων) αριστερών και καπιταλιστών είναι η σημασία του χρήματος. Παραμερίζοντας ηθικές αξίες ανάγουν την ύλη σε δυσθεώρητα ύψη και αυτό είναι που χαρακτηρίζει και τους μεν και του δε. Έκδηλη φυσικά είναι η μυωπική τους αντιληπτική ικανότητα, εφόσον ως αξιολογικό κριτήριο θέτουν την ύλη του χρήματος, παραβλέποντας άλλους παράγοντες καθοριστικής ηθοπλαστικής σημασίας. Χαρακτηριστική είναι η θέση του μεγάλου Ιταλού φιλοσόφου Ιούλιου Έβολα: «Ο απόλυτα homo economicus είναι ένα πλάσμα του υποπροϊόντος μιας ολοφάνερα εκφυλιστικής εξειδικεύσεως. Ένας απόλυτα οικονομικός άνθρωπος, δηλαδή κάποιος που βλέπει την οικονομία όχι σαν σύστημα μέσων αλλά αντιθέτως σαν σύστημα σκοπών, θεωρείτο πάντοτε δικαίως σαν άνθρωπος χαμηλότερης κοινωνικής προελεύσεως, χαμηλότερης από πνευματικής απόψεως.
Επίσης πάνω από την οικονομική σφαίρα είναι ανάγκη να εκδηλώνεται μία τάξη ανώτερων πνευματικών και ηρωικών Αξιών, ένα σύστημα που ούτε θα ξεχωρίζει ούτε θα ανέχεται οικονομικές τάξεις και δεν θα γνωρίζει τον διχασμό μεταξύ «καπιταλιστών» και «προλεταρίων».
Έχουμε λοιπόν μια κοινή συνισταμένη των δυνάμεων των πολυεθνικών και της αριστεράς, των καπιταλιστών και των προλεταρίων: Την εχθρότητα απέναντι στα εθνικά κράτη. Διόλου τυχαίο είναι το γεγονός ότι η (νέα) αριστερά έχει τεθεί πλήρως στην υπηρεσία του κεφαλαίου και της παγκοσμιοποιήσεως, του αμερικανοκίνητου κοσμοπολιτισμού και των πολυεθνικών. Είναι πράγματι καταισχύνη, και διασκεδαστικό ταυτοχρόνως, ότι κάποιοι αταλάντευτοι, αμετακίνητοι «λαϊκοί» αγωνιστές και αμετανόητοι κομμουνιστές σήμερα να εγκολπώνονται και να προάγουν κυνικώς το καπιταλιστικό δόγμα, των ελεύθερων αγορών, των ιδιωτικοποιήσεων, των μνημονιακών συμβάσεων και «μηχανισμών στηρίξεως» και να θεωρούν εχθρό τους, τον άσπονδο εχθρό της παγκοσμιοποιήσεως: Το Έθνος. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του Δημόπουλου στο βιβλίο του «Εισαγωγή στη Βιοπολιτική»: «Όποιος χτυπάει τον εθνικισμό των μικρών, ενισχύει τον ιμπεριαλισμό των μεγάλων». Οποία σύμπτωση! Οι διάφοροι νοσταλγοί των κομμουνιστικών καθεστώτων, οι έμμισθοι κόκκινοι υπάλληλοι – ινστρούχτορες, οι επαγγελματίες διοργανωτές «αντι-ιμπεριαλιστικών φεστιβάλ» (sic), oι θιασώτες της νέας αριστεράς, των ανοικτών συνόρων και όλοι οι πνευματικώς ημιπληγικοί και φρενοβλαβείς να καταβαραθρώνουν υστερικώς τη σημασία της έννοιας του έθνους, να αντιτίθενται εμμανώς στην έννοια της εθνικής ανεξαρτησίας και στην ουσία να συμμαχούν στις ιμπεριαλιστικές βλέψεις των μεγάλων.
Η θέση της αριστεράς έχει ισχύ ναι, διότι εδώ και δεκαετίες συμμαχεί με τον καπιταλισμό, και ως καθεστωτική δύναμη αξιολογεί, αξιοποιεί και χρησιμοποιεί όλα τα διαθέσιμα μέσα προβολής και επιβολής. Εδώ και επτά δεκαετίες περίπου, ο δυτικός κόσμος έχει οικοδομηθεί πάνω στον διεθνιστικό μαρξισμό και στον μαρξιστικό οικουμενισμό. Η ισχύς της όμως είναι βραχυπρόθεσμη. Η μηχανή της ισοπεδωτικής αριστεράς και του αντεθνικού οικουμενισμού μάλλον ξεμένει από καύσιμα και αυτό είναι εμφανές. Η ευωχία που επικαλείται έναντι του εθνικιστικού συστήματος Αξιών, ο υπερκαταναλωτισμός, ο οικουμενισμός, ο άκρατος υλισμός, οι ελεύθερες αγορές, τα ανοιχτά σύνορα έχουν κάνει τον κύκλο τους και ταυτοχρόνως διαφαίνεται η επικείμενη σύγκρουση των δύο κόσμων: Των Πατρίδων και της Παγκοσμιοποιήσεως. Ο καταναλωτικός ευδαιμονισμός και ο φθοροποιός ατομικισμός της παγκοσμιοποιήσεως μπορεί να τρέφει τα χαμερπή ένστικτα και να απευθύνεται στις θυμικές ανάγκες των ανθρώπων, όμως οδηγεί τον άνθρωπο στην πλήρη καθυπόταξή του, και αυτό πλέον, παρά τη χρόνια πλύση εγκεφάλου και τη μαζική κουλτούρα, καθίσταται αντιληπτό. Από την άλλη η ανακύπτουσα ανάγκη μιας γενικευμένης πνευματικής ανατάσεως μέσα σε ένα κόσμο εκφυλισμένο, πνευματικώς ρημαγμένο, ίσως να μην συνιστά συνειδητή τάση και επιδίωξη αλλά σίγουρα αναδύεται ως φυσική παρώθηση και ενστικτώδη αντίδραση, μέσω της οποίας ο Άνθρωπος τείνει να σπάσει τη ψυχονοητική του άλυσο και να αναζητήσει τον εαυτό του μέσα από την Ταυτότητα, τον Πολιτισμό και την Παράδοση. Ίσως μέσα σε αυτόν τον αιώνα να ζήσουμε αυτήν τη σύγκρουση, το πέρας της οποίας θα σημάνει τη νέα μορφή που θα λάβει ο δυτικός κόσμος και εν γένει η ανθρωπότητα.
Γεώργιος Σύρος
Διαβάστε αυτό και άλλα πολλά στο 18ο τεύχος του περιοδικού “Μαίανδρος” που κυκλοφορεί
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/enimerosi/view/h-apodomhsh-tou-aristerou-dianohmatismou#ixzz5e4gqzC3E