Κικέρων, το 54 π.Χ.: «Φορολογούμεθα για την κατανάλωσι οίνου και άρτου, για τα εισοδήματα και τις επενδύσεις μας, για την γη μας και για τα περιουσιακά μας στοιχεία, όχι μόνον για να συντηρούμε στην ζωή όντα εκφυλισμένα πού δεν αξίζουν καν τον τίτλο του ανθρώπου, αλλά και εν ονόματι της βοηθείας ξένων εθνών πού μέχρι πρότινος, αγνοούσαμε την ύπαρξί τους….»
Οπωσδήποτε κοινοτυπούμε, όπως άλλωστε και τόσοι άλλοι, όταν αναφερόμεθα στο πρόβλημα της παρακμής της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και τον θάνατο του Ελληνορωμαϊκού πολιτισμού. Δεν θα ήταν όμως καθόλου κοινότυπο, εάν εξετάζαμε τις τραγικές αυτές στιγμές της Ιστορίας κατ’ αναλογία με τα αντίστοιχα γεγονότα της παρακμής και του θανάτου του Δυτικού πολιτισμού, πού χαρακτηρίζεται και αυτός από την ίδια ελλειψοειδή καμπύλη ανακυκλώσεως, η οποία απετέλεσε το πλέον ιδιότυπο στοιχείο του προκατόχου του.
Μελετώντας την εποχή της κυριαρχίας της Ρώμης, μένουμε κυριολεκτικώς έκθαμβοι, εμπρός στο θαύμα της οργανωμένης ισχύος του κράτους στα σύνορα και τις επαρχίες του. Αλλά όσον εκπληκτική και αν υπήρξε η ισχύς της Ρώμης, άλλο τόσον ήταν διαβρωμένος και διαλελυμένος ο εσωτερικός πυρήν της ισχύος της.
Κατά την διάρκειαν των αέναων εχθροπραξιών με τους κατά καιρούς εχθρούς της και των καταστροφικών εμφυλίων πολέμων, οι ελεύθερες πτωχές τάξεις της Ιταλίας, η αριστοκρατία του αίματος και της γης, οι άνθρωποι, πού όπως επισημαίνει ο Sorel απεδέχθησαν τρομακτικές ανισότητες και υπέφεραν τόσο για να κατακτήσουν τον κόσμο, εξηφανίσθησαν.
Αντ’ αυτών ενεφανίσθη μία ολιγαρχική πλουτοκρατία, η οποία εδέσποζε σε μία αχανή μάζα εκφυλισμένων, ένα άνευ προηγουμένου βιολογικό προλεταριάτο, καρπό του ασύδοτου δουλεμπορίου, πού εμάστιζε κυρίως τις αφρικανικές και τις ασιατικές επαρχίες. Κάτω από την ανησυχία των επαναστάσεων και των εμφυλίων συγκρούσεων από την μία πλευρά και την συνειδητοποίησι του εκφυλισμού τους, πού οδήγησε στην ανικανότητα τους να αυτοκυβερνώνται από την άλλη, οι μάζες υπετάχθησαν στην απόλυτο κυριαρχία των αυτοκρατόρων.
Η κακοήθης κολακεία έγινε η κατ’ εξοχήν αγαπημένη ασχολία της συγκλήτου. Το δώρο της μεγαλοφυΐας στα γράμματα και τις τέχνες μετετράπη σε μέσον δημιουργίας πολύπλοκων «πανηγυρικών» έργων χάριν του μονάρχου και των ευνοουμένων του.
Η γενναιότης, η πίστις και η τιμή του όρκου και του λόγου, η ανεξαρτησία του πνεύματος, η αγάπη για τους παλαιούς ελευθέρους εθνικούς θεσμούς, παρεχώρησαν την θέσι τους στην διαφθορά, τον φθόνο, την χαιρεκακία, την κακεντρέχεια και την κολακεία.
Η Ρώμη δεν ήταν πλέον η μεγάλη στρατιωτική δύναμις του παρελθόντος. Με την αλλαγή του συστήματος διακυβερνήσεώς της, οι ελπίδες της επιβιώσεως της είχαν εναποτεθεί στον δεσποτισμό του απολύτου μονάρχου και στην πολιτική της φυλετικής παμμειξίας.
Η εξαφάνισις όμως των ελευθέρων τάξεων είχε και άλλα δυσμενή επακόλουθα, εκ των οποίων το σημαντικότερο ήταν η υπερφόρτωσις του δημοσίου τομέως. Για να ανταπεξέλθη το κράτος στις συνεχώς εντεινόμενες δυσκολίες, εξηναγκάσθη να δημιουργήση ένα Αγροτικό Πιστωτικό Οργανισμό για να εξασφάλιση τους απόρους αγρότες. Εν συνεχεία για να δικαιολόγηση τις αυξανόμενες φορολογικές επιβαρύνσεις εδημιούργησε τον Κρατικό Οργανισμό Δημοσίων Έργων και για να ανακόψη τον πληθωρισμό, Συμβάσεις τιμών-ημερομισθίων, οι όποιες είχαν σαν στόχο τους να περιορίσουν την κυκλοφορία του χρήματος. Η αύξησις των αγροτικών χρεών οδήγησε στην δημιουργία Οργανισμού Διαχειρίσεως Αγροτικών Χρεών, αντίστοιχο Οργανισμό Αποκαταστάσεως και τελικώς στην εμφάνιση Ομοσπονδιακής Αγροτικής Τραπέζης. Είναι ευνόητο πώς ηκολούθησε μία αλυσσιδωτή εμφάνισις τραπεζών, οι όποιες περιήλθαν στην Ιδιοκτησία ολίγων πλουτοκρατών.
Παρ’ όλα όμως αυτά, τίποτε δεν επέτυχε να συγκράτηση την τρομακτική άνοδο των τιμών του 301 μ.χ. Ετέθη τότε σε εφαρμογή νόμος ελέγχου των τιμών, ο οποίος όμως είχε σαν αποτέλεσμα την άνθησι της μαύρης αγοράς και την εξαφάνισι των ζωτικών ειδών διατροφής. Έτσι το κράτος υπεχρεώθη να εφοδιάζη καθημερινώς με δύο λίβρες άρτου 200.000 άτομα και αργότερα το δελτίο τροφίμων επεξετάθη και στο χοιρινό κρέας, το ελαιόλαδο και το μαγειρικόν άλας. Παραλλήλως και δι’ ευνόητους λόγους, εδόθη τρομερή έμφασις στον τομέα των δημοσίων θεαμάτων.
Η συνεχής αύξησις των χρεών κατέστρεψε όλους τους μικροϊδιοκτήτες. Αντιθέτως οι κάτοχοι των μεγάλων εγγείων ιδιοκτησιών έγιναν πανίσχυροι. Το αποτέλεσμα ήταν η τρομακτική αστυφυλία και η αναγκαστική αύξησις του αριθμού των μισθωτών του δημοσίου. Η διανομή τροφίμων βάσει δελτίου συμπεριέλαβε 320.000 άτομα, ενώ από το 1.000.000 των κατοίκων της Ρώμης, το 50% ήταν δημόσιοι υπάλληλοι. Η γραφειοκρατία κατέπνιξε τον διοικητικό μηχανισμό και για να αντιμετωπισθή ο πληθωρισμός ηυξήθησαν και άλλο οι φόροι, έως ότου υπέκυψαν και οι τελευταίοι εναπομείναντες φορολογούμενοι.
Μερικούς αιώνες ενωρίτερα, πριν από την κατάφωρη χρεοκοπία του κράτους, ο Κικέρων, κατά το 54 π.Χ. είχε προειδοποιήσει: «Φορολογούμεθα για την κατανάλωσι οίνου και άρτου, για τα εισοδήματα και τις επενδύσεις μας, για την γη μας και για τα περιουσιακά μας στοιχεία, όχι μόνον για να συντηρούμε στην ζωή όντα εκφυλισμένα πού δεν αξίζουν καν τον τίτλο του ανθρώπου, αλλά και εν ονόματι της βοηθείας ξένων εθνών πού μέχρι πρότινος, αγνοούσαμε την ύπαρξί τους….»
Πέντε αιώνες μετά από τον Κικέρωνα, συναντούμε τον αντιδιαμετρικό του τύπο, στο πρόσωπο του Σιδωνίου, ενός Ρωμαιογαλάτου γαιοκτήμονος πού έγινε επίσκοπος. Από την διασωθείσα αλληλογραφία του πληροφορούμεθα για την ευχάριστη ζωή, των ευκατάστατων μεγαλοαστών του 5ου μ.Χ. αιώνος, στην νότιο περιοχή της σημερινής Γαλλίας. Ο Σιδώνιος ζούσε σε μία βίλα, στις λοφώδεις εκτάσεις πού ευρίσκονται κοντά στο σύγχρονο Clermont. Διέθετε προσωπική βιβλιοθήκη, λουτρά και άλλες πολλές ανέσεις πού χαρακτηρίζουν τους αντιστοίχους μεγαλοαστούς της εποχής μας. Συνήθιζε τις κυνηγετικές εκδρομές και τα συμπόσια, έκανε δε ό,τι του ήταν δυνατό για να περνά ευχάριστα την ζωή του. Όμως η απειλή των βαρβάρων, τον είχε κατατρομοκρατήσει. Παρ’ όλους τους φόβους και τις ανησυχίες του, μας άφησε μία επιστολή, πού είχε αποστείλει σε κάποιο φίλο του και η οποία αποτελεί κλασσικό δείγμα της νοοτροπίας των ανθρώπων της εποχής του: «Η θεία πρόνοια» έγραφε ο Σιδώνιος, «θα εισακούσει χωρίς αμφιβολία τις προσευχές μας και κάτω από την ευλογία μιας
νέας ειρήνης, θα ενθυμούμεθα τους φόβους της εποχής μας, σαν απλή ανάμνησι…»
Η θεία πρόνοια όμως δεν έδειξε το παραμικρό ενδιαφέρον για τον Σιδώνιο. Λίγα χρόνια αργότερα, οι βάρβαροι κατέστρεψαν την βίλα του, καθώς εσάρωναν με τις επιδρομές τους την νότιο Γαλλία. Επί δεκατρείς αιώνες, η νοοτροπία του Σιδωνίου και των ομοίων του έμελλε να εξαφανισθή από το ευρωπαϊκό προσκήνιο, για να επανεμφανισθή στην εποχή μας.
Οι Κικέρωνες του XX αιώνος υπήρξαν δυστυχώς ελάχιστοι και δεν απαιτείται ιδιαίτερη οξύνοια στην σύγκρισι της παρηκμασμένης δομής της Ρώμης και του δυτικού κόσμου. Οι Σιδώνιοι του δυτικού ευρωπαϊκού πολιτισμού, ήλθαν και παρήλθαν και παρά το γεγονός ότι οι βάρβαροι δεν ενεφανίσθησαν για να προσφέρουν στην Δύσι κάποια ανάλογη ληξιαρχική πράξι θανάτου με την αντίστοιχη της Ρώμης, δεν είναι απαραίτητο να εξακολουθούμε να περιμένουμε ένα συμβάν αυτού του τύπου για να αποφασίσουμε επιτέλους πώς οφείλουμε ιστορικώς να οντοποιήσουμε ένα νέο κύκλο ζωής.
Ίσως η δημιουργία να φαντάζει αδύνατη και απρόσιτη μέσα στις δυσοίωνες συνθήκες της εποχής. Αλλά οι θεοί πάντα αγαπούν αυτούς πού απαιτούν τα αδύνατα…
Η.Γ.Ζ.