Φίλες και φίλοι,
με αφορμή τον ερχομό της άνοιξης, η οποία συνοδεύεται με βροχές και αρκετό κρύο, άπτομαι της ευκαιρίας να σας παρουσιάσω έναν πολύ επίκαιρο μύθο του Αισώπου.
Όπως είναι γνωστό ο Αίσωπος θεωρείται ο κορυφαίος-ιδρυτής της διδακτικής μυθοπλασίας. Γεννήθηκε από οικογένεια δούλων στην Φρυγία της Μ. Ασίας και ο ίδιος μεγάλωσε ως δούλος. Διακρίνονταν για την μοναδική εξυπνάδα του αλλά επειδή ήταν δούλος δεν έγραψε πότε καμία από τις πολλές διδακτικές μυθοπλασίες του. Τα εξαιρετικά παραμύθια του διεσώθησαν με τον προφορικό λόγο ανά τους αιώνες.
Από την ζωή του γνωρίζουμε μόνο ότι έζησε σαν δούλος που κατά διαστήματα υπηρέτησε πολλούς και επιφανείς κυρίους (π.χ. τον Κροίσο) με τους οποίους είχε την τύχη να γνωρίσει μεγάλο μέρος του τότε γνωστού κόσμου.
Καταδικάστηκε άδικα από τους ιερείς του Μαντείου των Δελφών εις θάνατο για ιεροσυλία και γκρεμίστηκε από την κορυφή του Παρνασσού το 560 π.χ. Στην πραγματικότητα ο πανέξυπνος Αίσωπος ξεσκέπασε τις απάτες και τον παράνομο πλουτισμό των ιερέων του Μαντείου. Λέγεται ότι ο Θεός Απόλλων μετά τον θάνατο του Αισώπου τιμώρησε τους ιερείς και τους πολίτες του Μαντείου των Δελφών σκορπώντας μεγάλο λιμό.
Η γνωστή έκφραση ΕΝΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙ ΔΕΝ ΦΕΡΝΕΙ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ προέρχεται από το εξής παραμύθι του Αισώπου
«Ένας άσωτος, σπάταλος και οκνηρός νέος, αφού σκόρπισε όλη του την περιουσία που κληρονόμησε, δεν του είχε απομείνει τίποτε άλλο παρά μόνο ο καινούριος αλλά και μοναδικός δερμάτινος μανδύας.
Κάποια μέρα, λοιπόν, που είδε ένα χελιδόνι να πετάει έξω από το παράθυρό του, φαντάστηκε πως ο χειμώνας είχε περάσει και πως ήρθε πια η άνοιξη. Χωρίς να προνοήσει για το αύριο και χωρίς να σκεφθεί ότι αυτός ο πανέμορφος μανδύας ήταν ο μοναδικός που είχε, τον πούλησε σαν αχρείαστο.
Όμως οι θεοί και ο χειμώνας είχαν άλλη γνώμη, το κρύο ξαναγύρισε την άλλη μέρα πιο τσουχτερό και ο σπάταλος, άμυαλος νέος μετανιωμένος τώρα υπέφερε από το βαρύ κρύο και κανείς δεν τον συμπαραστέκονταν».
Οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν τη φράση αυτή με τα λόγια: «μία χελιδών έαρ ου ποιεί». Κατά τον Αριστοτέλη: «Το γάρ έαρ ούτε μία χελιδών ποιεί ούτε μία ημέρα». Επίσης, συγγενικές είναι οι σύγχρονες λαϊκές φράσεις: «Μ’ ένα χελιδόνι, καλοκαίρι δεν κάνει, ούτε μια μέλισσα μέλι» και «μ’ ένα λουλούδι καλοκαίρι δε γίνεται».
Επίσης βλέπουμε και ακούμε κλεισμένοι στα σπίτια μας πολλές συνεντεύξεις χωρίς νόημα και ουσία από άσχετους παρουσιαστές και λέμε στο τέλος της εκπομπής ότι ο τάδε είπε: ΑΡΕΣ ΜΑΡΕΣ ΚΟΥΚΟΥΝΑΡΕΣ…
Η Έκφραση προέρχεται από αρχαίες Ελληνικές κατάρες. Στον ενικό η λέξη είναι Κατ-άρα ή σκέτο -αρά. Με την πάροδο των χρόνων για λόγους καθαρά εύηχους και μόνο προσετέθη και το «Μ». Δηλαδή: Κατ-άρα-μάρα. Και έτσι στη νεότερη ελληνική έγινε -αρα-μάρα, άρες μάρες, έβαλαν και την «κούφια» ομοιοκατάληκτη λέξη κουκουνάρες (κούφια δεν είναι τα κουκουνάρια;) και δημιουργήθηκε αυτή η καινούρια φράση! Την λέμε όταν θέλουμε να δηλώσουμε, πως ακούσαμε κάτι χωρίς νόημα και χωρίς ουσία!
Κατά μια άλλη εκδοχή το “μάρα” σημαίνει “μαρασμό”.
Ματθαίος Τσούγκας
Καθηγητής Πανεπιστημίου