Εντός του ευρυτέρου ιδεολογικοπολιτικού πλαισίου του Μεσοπολέμου – του οποίου τμήματά περιεγράψαμνε απανθισματικώς στα προηγούμενα άρθρα αυτής της περιληπτικής επισκοπικής αναδιφήσεως- εξειλίχθη και μια προσπάθεια ανακαθορισμού της φυσιογνωμίας, της μορφής του ελληνικού Εθνικού Λόγου, η οποία προσπαθεί με συνέπειαν και επιμονή να παραμείνει μακράν από την οποιανδήποτε συνειδητή «προγονοπληξία» ή και από αβαθείς, «γλυκερές» και άγονες αναφορές στο παρελθόν, δίχως όμως να μεταπέσει σε «προγονοφοβία». Η αναζήτηση του περιεχομένου της «Ελληνικής Ταυτότητος», κατά την περίοδον αυτήν, συνεδέθη στενώς με την διαμόρφωση και την καθιέρωση του όρου «Ελληνικότης».
Αυτόν τον όρο, (με τον οποίον ο καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο «Centre for Byzantine, Ottoman and Modern Greek Studies» του Πανεπιστημίου του Birmingham της Αγγλίας, Δημήτριος Τζιόβας, ησχολήθη ιδιαιτέρως στο έργον του «Οι μεταμορφώσεις του εθνισμού και το ιδεολόγημα της ελληνικότητας στο μεσοπόλεμο» – 1989) τον σχολιάζει ως εξής: «είναι από τις λέξεις που έχουν καταχρηστικά χρησιμοποιηθεί, εθνικά φορτιστεί και ιδεολογικά βαρυνθεί χωρίς τελικά να έχει ξεκαθαριστεί το τι σημαίνει ή σε τι παραπέμπει».
Ο ίδιος έγκριτος πανεπιστημιακός ερευνητής, συνεντευξιαζόμενος στην εφημερίδα Βήμα (24 Ιανουαρίου 2010), στην ερώτηση «Η ελληνικότητα είναι αίσθημα ή συνείδηση;» θα απαντήσει «τολμηροτρλόπως» αλλά και υπερβαλλόντως… large: «Γιατί όχι ταυτότητες, μνήμες, όνειρα, παραστάσεις, εδέσματα, μυρωδιές, χιούμορ, ακόμη και βλαστήμιες; Για μένα η ελληνικότητα συνιστά ένα ρευστό κράμα που τα συστατικά του καθορίζονται από τον διαρκώς μεταβαλλόμενο χρονοχώρο μας. Ατελεύτητο “γίγνεσθαι” δηλαδή και όχι μουσειακό, αναλλοίωτο ή βαθύ “είναι”».
Από μιαν αρχικήν αδράν ιστορική ανίχνευση, προκύπτει ότι ο όρος «Ελληνικότης» ενεφανίσθη σποραδικώς κατά τον 19ον αιώνα, χωρίς όμως να καταφέρει να επιβληθεί ως ιδεολόγημα με θεωρητικήν αντιστοίχηση και με επίσημον εννοιολογικόν κύρος. Συμφώνως προς το λεξικόν του σπουδαίου Έλληνος καθηγητή της λατινικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιον Αθηνών Στεφάνου Κουμανούδη (1818 – 1899) «Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων» (εκδοθέν το 1900), η λέξη εισάγεται στην ελληνική γλώσσα το 1851 από τον Κωνσταντινοπολίτη επιφυλιδογράφο Κωνσταντίνο Πωπ.
Εννέα έτη αργότερον (1860) ο Ιάκωβος Πολυλάς θα την εισάγει στην κριτική, κατά την απάντηση του στον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο στην «ποιητολογική» τους διαμάχη, υπερασπιζόμενος την ελληνικότητα της ποιήσεως του Διονυσίου Σολωμού, στην οποίαν ο πρώτος είχεν επιτεθεί στην μελέτη του «Πόθεν η κοινή λέξις τραγουδώ; Σκέψεις περί ελληνικής ποιήσεως»(1859), κατηγορών τον Σολωμό για «αυτομόληση» «…προς τον ετεροούσιον και αλλοτύπωτον Γερμανισμόν». Την κατά Πολυλά «φιλολογική βλασφημία» του Ζαμπέλιου θα αντικρούσει – όπως ήταν αναμενόμενο- ο ίδιος, με την μελέτη του : «Πόθεν η μυστικοφοβία του κ. Σπυρίδωνος Ζαμπέλιου; Στοχασμοί».
Στις αρχές του 20ου αιώνος, αν και η εμφάνιση του όρου γίνεται συχνοτέρα, οι κυριότεροι εκφραστές και καταξιωμένοι «έργω και λόγω» Πρόδρομοι της Εθνικιστικής Ιδεολογίας, Περικλής Γιαννόπουλος και Ίων Δραγούμης, παρά την χρήση του όρου, εξακολουθούν να προτιμούν την έννοιαν «Ελληνισμός». Αλλά, παρά την νοηματική προτίμησή του ο Γιαννόπουλος αποκαλεί την Ελληνικότητα «τρισμέγιστη δύναμη».
Βασική αιτία για αυτήν την προτίμηση φαίνεται ότι υπήρξεν η διπλή σημασία που είχε προσλάβει ο όρος «Ελληνισμός» εκείνη την εποχήν: Αφ’ ενός εξέφραζεν το αλυτρωτικό μεγαλοϊδεατικόν ιδεώδες της εδαφικής επεκτάσεως και αφ’ ετέρου αντεπροσώπευε το «ιθαγενές» αντίβαρον απέναντι στον συνθλιπτικόν ευρωπαϊσμόν, ζήτημα στο οποίον οι Εθνικιστές εκείνης της περιόδου απέδιδαν τεραστίαν σημασία.
Όταν όμως, μετά την «άνευ τελικής μάχης» ήττα και την καταστροφή στην Μικρασία, «κατεψύχθησαν» και παρωπλίσθησαν η Μεγάλη Ιδέα και τα όνειρα της εδαφικής επεκτάσεως, τότε η πρώτη σημασία εχάθη, ενώ για την δευτέρα, αυτήν της «Ιθαγενείας», προέκυψεν η καινοφανής ανάγκη να αναζητηθεί ένα πλέον αφηρημένο, συνεπώς και πλέον ευέλικτον περιεχόμενό της, εντός των πλαισίων μιας ολότελα αναδιαρθρωμένης «Εθνικής Ιδεολογίας». Χαρακτηριστικώς ο Σπύρος Μελάς, με ανάλογο κείμενόν του («Έθνος και ανθρωπότητα») στο περιοδικόν «Ιδέα» (αρ. 1-2, Ιανουάριος – Φεβρουάριος
1933) διεκήρυξεν ότι «… στον τόπο της παλιάς ιδέας του εθνικιστικού ελληνισμού με τις απολυτρωτικές και ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις, υψώνουμε σήμερα τη σημαία ενός καινούργιου πνευματικού ελληνισμού. Αυτός δεν μπορεί να νοηθεί σαν άρνηση των εθνικών ιδεών και της εθνικής κληρονομίας – του ανεχτίμητου θησαυρού πούχει σωρέψει ο ελληνοχριστιανικός πολιτισμός. Δεν μπορεί παρά να είναι η συνειδητοποίηση και γονιμοποίησή τους – μια καινούργια ερμηνεία, μια νέα προσαρμογή».
Έτσι λοιπόν, κατά τον Μεσοπόλεμον, οι νέοι, εξωθρησκευτικοί και μη κρατικοί λειτουργοί και θεράποντες της Εθνικής Θεωρίας προσεπάθησαν φιλοτίμως να καλύψουν αυτήν την ανάγκη των εθνικών «συστατικών αναπροσδιορισμών», εισάγοντες, διαρθρώνοντες και στηρίζοντες την έννοιαν της Ελληνικότητος. Μάλιστα η έννοια αυτή θα γίνεται ολοέν και περισσότερον αισθητή μετά το 1925, ιδιαιτέρως σε κείμενα λογοτεχνικής κριτικής, [όπως, με αρκετήν ειρωνεία της Ιστορίας… στα κείμενα της φανατικής φεμινιστρίας «Άλκη Θρύλου» δηλαδή της Ελένης Ουράνη, της βαθύπλουτης Ελένης Νεγρεπόντη, συζύγου του ποιητή Κώστα Ουράνη (Κώστα Νέαρχου) στο: «Η Ελλάδα γυρεύει τον εαυτό της» (1927) και στην μελέτη «Η Ελληνικότης του Έργου του Καβάφη» (1928) του Αλεξανδρινού αναρχικού Γεωργίου Βρισιμιτζάκη], ενώ κατά την δεκαετίαν του ’30, η έννοια της Ελληνικότητος θα καθιερωθεί ως βασικό συστατικόν της ελληνικής Εθνικιστικής Ιδεολογίας.
Η εν λόγω έννοια συνεδέθη περισσότερον με την «Γενεά του Τριάντα» -στην οποίαν ανεφέρθημεν επανειλημμένως στα προηγούμενα άρθρα της σειράς αυτής- δίχως βεβαίως αυτό να σημαίνει ότι κατέστη αποδεκτή από όλους τους εκπροσώπους της εν λόγω Γενεάς, είτε ότι την αντελαμβάνοντο όλοι τους ομοιοτρόπως ή ταυτοσήμως. Όπως εφάνη από την αναφοράν των απόψεων του χαρακτηριστικού εκπροσώπου της Γιώργου Θεοτοκά, οι νέοι αυτοί διανοούμενοι επεδίωξαν να φανούν πλέον «προσαρμοστικοί» ή και πλέον ευέλικτοι από τους προκατόχους τους, εγκαταλείποντες μεν τα κατ’ αυτούς «παρωχημένα», αλλά πράγματι πολυσύνθετα και βαρέα ιδεολογικά σχήματα της «Ρωμιοσύνης» και της «Εθνικής Ψυχής», (με πολυεπίπεδον υφή και λεπτομερή πολυπλοκότητα, δύσκολα στην παρουσίαση και έτι δυσκολότερα στην υπεράσπισή τους), δίχως όμως να απωλέσουν και την επαφήν με τις «ρίζες».
Από αυτήν την άποψη ο όρος «Ελληνικότης» εφάνη ότι ημπορούσε να προσφέρει στους διανοουμένους της «Γενεάς του Τριάντα» την ιδεολογικήν ευχρησία και την πολιτικήν ολκιμότητα μιας ευπλάστου, απεσταγμένης και εξαϋλωμένης, ατραυματικής «ιθαγενείας», καθώς απεζήτουν απλήστως την ψευδαισθησιακή λεπτή ισορροπία της μέσης οδού, ώστε να μην τυποποιηθούν ως ντόπιοι «φασίστες», να μην αντιφάσκουν με τον διακεκηρυγμένο ευρωπαϊκό τους προσανατολισμό και την δημοτικιστική τους παράδοση, ικανοποιούντες όμως ταυτοχρόνως και την φιλόδοξον αυταρέσκεια της σαφούς «υπερεχούσης» διαφοράς τους από τις προηγούμενες γενεές. Τα ήθελαν όλα και τελικώς επέτυχαν τα γλίσχρα ελάχιστα εις ότι αφορά στο Έθνος και τα κάλλιστα γιά αυτούς. Έως τις ημέρες μας τους διέσωσαν τρία χαρακτηριστικά τους: η ειλικρινής τους κομπορρημοσύνη, η πραγματική πρωτοτυπία τους και η συγκριτική μικρότης ή ασήμαντη ουτιδανότης των κατοπινών «διανοητών», που συνεχίζεται έτι φθίνουσα στις πνευματικώς τραγελαφικές μεταπολιτευτικές ημέρες μας.
Αυτή η πιθανώς ανεπαίσθητος, αλλ’ αναμφιβόλως δραστική και ουσιαστική εννοιολογική «μετατόπιση», -από τον συμπαγέστερον «Ελληνισμό» στην πλαστικοτέρα «Ελληνικότητα» – πρέπει επίσης να συσχετισθεί και με μιαν άλλη σημαντικήν αλλαγή που υφίσταται η έννοια του Έθνους μετά το 1930, ειδικότερον δε μετά το 1936, όταν εγκαθιδρύεται με την δικτατορίαν Μεταξά το «Καθεστώς της 4ης Αυγούστου». Τότε η έννοια «Έθνος» παύει πλέον (ατυχώς) να ταυτίζεται με την έννοιαν «Λαός», αποκτώσα, ολοέν και περισσότερον, μια πλέον αφηρημένη και ιδεαλιστικοτέρα ερμηνεία, ως απόπειρα ικανού ιδεολογικο-πολιτικού «αντισταθμίσματος» στον υφέρποντα διασπειρόμενο ταξικό κερματισμό του Έθνους, (τον οποίον προέτεινεν ο ανερχόμενος στην Ελλάδα μαρξοκομμουνισμός), αλλά και στην φθίνουσα λαϊκοποίηση του Έθνους από τους πρώτους δημοτικιστές.
Η «Ελληνικότης» λοιπόν όπως ευστόχως -αν και με εκτρωτικά «μαρξίζουσα» φρασεολογία- επισημαίνει ο Τζιόβας: «αναδεικνύεται ως το αριστοκρατικό ιδεολόγημα των νέων φιλελεύθερων διανοουμένων αντιπροσωπεύοντας τον ιδεαλιστικό τους ελιγμό ανάμεσα στις συμπληγάδες του χοντροκομμένου λαϊκισμού του παρελθόντος και του απειλητικού μαρξισμού – κοινωνισμού του παρόντος».
Η εμφάνιση της εννοίας της Ελληνικότητος συνδέεται αμέσως και με το θέμα της λεγομένης «Εθνικής Αυτογνωσίας». Το θέμα αυτό είχεν απασχολήσει την ελληνική διανόηση ήδη από την εποχήν της προετοιμασίας της Εθνεγερσίας. Συνεπώς από τις αρχές του 19ου αιώνος και καθ όλην την διάρκεια του, το ζήτημα της «Εθνικής Αυτογνωσίας» ευρίσκετο σταθερώς στις κορυφαίες προτεραιότητες των αναζητήσεων των θεραπόντων της Εθνικής Ιδέας, ενώ μετά την μορφοποίηση του μεταπελευθερωτικού κράτους απετέλεσεν πεδίον συστηματικής ενασχολήσεως των ερασιτεχνών ή επαγγελματιών λειτουργών της κυριαρχου κρατικής ιδεολογίας.
Η «αναζήτηση της εθνικής αυτογνωσίας» εμπεριείχεν δυο συνιστώσες αντικειμενικώς παρούσες σε κάθε τέτοιου είδους διαδικασία : Αφ’ ενός απετέλει μια προσπάθεια συγκροτήσεως της Εθνικιστικής Ιδεολογίας ως ιδεολογίας συνεκτικής συμφιλιώσεως, ομονοίας και συνοχής των «δυνάμει και έργω» αντιπάλων κοινωνικών τάξεων και αφ’ ετέρου εξυπηρετούσε μιαν εκ των βασικών λειτουργιών του «εφηρμοσμένου Εθνικισμού», δηλαδή την διαφοροποιητική αντιπαράθεση, τον «ουσιακόν διαφορισμό» με το «εξωτερικό», με καθετί «μη – ελληνικό».
Ευλόγως λοιπόν αυτή η προσπάθεια εξεφράζετο κυρίως με δυο μορφές: Είτε ως συστηματική αναζήτηση, ιχνηλάτηση, ανεύρεση, επιλογή, ανάδειξη και εμπέδωση των καταλληλοτέρων στοιχείων του ιστορικού παρελθόντος (όχι όμως με ανερμάτιστες χαλκευμένες παραμυθολογίες), είτε ως προσπάθεια κανονιστικής οριοθετήσεως και ελέγχου της πνευματικής και πολιτισμικής συνδιαλλαγής με την Δύση, μέσω ανθεκτικών και σαφών «ηθμών».
Παρά το γεγονός ότι και τα δυο προαναφερόμενα «μέτωπα αναζητήσεως» συνυπάρχουν πάντα, στον χώρο της διανοήσεως φαίνεται πως από τα τέλη του 19ου αιώνος, το «εσωτερικόν μέτωπο», εκείνο της παγιοποιουμένης αυτοπροσδιοριστικής, μονοσημάντου «Εθνικής Αυτογνωσίας» έχει στοιχειωδώς διακανονισθεί. Μέσα από το έργον των Εθνικών Ιστοριογράφων, των «Διοσκούρων» Κωνσταντίνου Παπαρρηγοπούλου και Σπυρίδωνος Ζαμπέλιου, το Εθνικόν Όραμα, το Εθνικόν Παρελθόν, ως και η Εθνική Παράδοση φαίνονται να είναι πλέον δεδομένα και δεν προκαλούν συγκλονιστικές αναταράξεις.
Τώρα πλέον βαραίνει ιδιαιτέρως η προσήκουσα στάση αντιμετωπίσεως της «Ευρώπης». Στα πλαίσια της αναζητήσεως του νέου «Εθνικού Οράματος» και καθώς η προσπάθεια για την ανασυγκρότηση του Εθνικού Λόγου καθίσταται ιδιαιτέρως έντονος, τίθεται συνάμα και το ζήτημα των περαιτέρω σχέσεων με την Ευρώπη, με την «Δύση». Σε ολόκληρον την διάρκεια του Μεσοπολέμου αυτή η «εξωτερική» διάσταση, το «εξωτερικόν μέτωπο» του ζητήματος της ρεούσης ετεροπροσδιοριστικής, διαδραστικής και αμφιμονοσημάντου της «Εθνικής Αυτογνωσίας» θα επανέλθει συχνότατα στο προσκήνιον και θα συζητηθεί πλειστάκις εντονότατα, εντός των πλαισίων των εξελισσομένων ευρυτέρων ιδεολογικών και πολιτικών συγκρούσεων.
Την εποχήν λοιπόν αυτήν, θα αποκτήσει μείζονα σημασία και η αποδοχή του Ελληνικού Εθνικού Λόγου από τα «εκτός Ελλάδος» ακροατήρια, μετά την επίδραση που εξήσκησαν επάνω του τα «εκτός Ελλάδος» ιδεολογικοπολιτικά δρώμενα (επίδραση που συνεχίζουν να εξασκούν στην αποδοχή ή απόρριψή του ανά έκαστον τόπο).
Βεβαίως οι αντιευρωπαϊστές, εκείνοι οι επίμονοι ρωμαντικοί της φαντασιώδους αυτοτελείας του Ελληνισμού, που εξακολουθούν να αντλούν τα επιχειρήματα τους από το φλογερό και ιδιομόρφως αντιδυτικό -«αντιφραγκικό» κήρυγμα του αυτόχειρος μεγαλοπνόου εθνεγέρτη Περικλέους Γιαννοπούλου, τότε διαθέτουν ακόμη αρκούντως ισχυρά παρουσία. Συνεπώς έως και τα τέλη της δεκαετίας του ’20, αλλά και αργότερον, θα συνεχίσει να ακούεται δριμεία και ασυμβίβαστος η κριτική τους κατά της εκφυλισμένης και εκφυλιζούσης, απλήστου και ημιβαρβάρου «Δύσεως». Χαρακτηριστικόν παράδειγμα αποτελεί ο σπουδαίος Φώτος Πολίτης, ο οποίος με ένα μαχητικό του άρθρο στην εφημερίδα «Ελεύθερο Βήμα» (22 Νοεμβρίου 1928) θα υποστηρίξει – για μιαν εισέτι φορά – την ανάγκη να απομακρυνθεί το Έθνος από τα παρακμιακά πρότυπα της Δύσεως και να στραφεί στα ελληνικά ήθη, στα δημοτικά κειμήλια, στον Σολωμό και στον Παπαδιαμάντη.
Αθανάσιος Κωνσταντίνου