Η πόλη του Μεγάλου Αλεξάνδρου εκτεινόταν στις ακτές της Αιγύπτου που βρεχόταν από την Μεσόγειο. Οι Έλληνες σαν αποδημητικά πουλιά έσπευσαν από όλες τις γωνιές του Ελληνικού κόσμου και την μετέτρεψαν σε μια Μητρόπολη. Την Αλεξάνδρεια κοσμούσαν πολλά θέατρα, γυμναστήρια, κρήνες, ναοί και πολλά δημόσια κτήρια που τα χώριζαν μεγάλες πλατιές και λεωφόροι με φάρδος ως και 28μέτρα. Ο Πτολεμαίος ο Α’ ο Σωτήρ, ένας εκ των στρατηγών του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ζούσε ακόμα το 283 π.Χ. και εξωράϊζε συνεχώς την πόλη που έχτισε ο Αλέξανδρος, σχεδιάζοντας τα όριά της με αλεύρι.
Σε αυτήν την πόλη σύμβολο για τον Ελληνισμό και τον κόσμο ολόκληρο κατεύθασε μ’ ένα πλοίο ο Σώστρατος ο Κνίδιος (Κνίδος – ελληνική πόλη της αρχαίας Δωρίδας απέναντι από την Ρόδο). Ο Σώστρατος, γιος του Δεξιφάνους, ήταν περίφημος αρχιτέκτονας και μηχανικός. Ο Πτολεμαίος του είχε αναθέσει το χτίσιμο ενός φανού (φάρου) στην είσοδο του λιμανιού της Αλεξάνδρειας, που θα οδηγούσε τους ναυτιλομένους με ασφάλεια στην Αλεξάνδρεια. Φυσικά το κτίσμα έπρεπε να είναι αντάξιο μιας πόλης όπως η Αλεξάνδρεια. Ο Σώστρατος επόπτευσε το λιμάνι για να δει πού θα ήταν η καταλληλότερη θέση για να χτίσει. Πρόσεξε το μικρό νησάκι “Φάρος” στην είσοδο του λιμανιού, που από εκεί όπως έλεγαν οι ντόπιοι είχε περάσει ο Μενέλαος με την Ελένη μετά την άλωση της Τροίας, και ονομάστηκε έτσι από τον Φάρο τον κυβερνήτη του πλοίου.
Ο Σώστρατος το μέτρησε και διαπίστωσε πως έκανε για την δουλειά που το ήθελε. Έκανε τα σχέδια και παρήγγειλε τα πρώτα υλικά που θα χρειαζόταν. Η βάση του φάρου θα ήταν 340 επί 340 μέτρα και θα υψωνόταν σε τρία χωριστά επίπεδα. Θα χρησιμοποιούσε λευκό μάρμαρο για να αντανακλάει τις καυτές ακτίνες του ήλιου της Αιγύπτου και να φαίνεται έτσι από μακριά η Αλεξάνδρεια.
Οι εργάτες έπιασαν δουλειά, τα βαρούλκα, οι γερανοί και τα πολύσπαστα (είδη πολύπλοκων γερανών με τροχαλίες και σχοινιά) σηκώνοντας όλο και ψηλότερα το κτίσμα. Το πρώτο τμήμα του κτίσματος είχε ύψος 70 μέτρα και εδραζόταν πάνω σε μια βάση ύψους 6 μέτρων και το σχήμα του ήταν τετράγωνο, διάτρητο από παράθυρα. Επίσης, στην βάση του υπήρχαν από τις τρεις πλευρές που έβλεπαν στο πέλαγος τρεις ισχυροί και ψηλοί κυματοθραύστες. Εσωτερικά αυτό το τμήμα ήταν κοίλο και ήταν η κατοικία των μηχανικών και των φυλάκων και στο κέντρο του ήταν ο υδραυλικός μηχανισμός που ανέβαζε στα υψηλότερα επίπεδα του κτίσματος καύσιμα για την φωτιά και άλλα εφόδια για την συντήρησή του. Το δεύτερο τμήμα έχει οκταγωνικό σχήμα και είχε ύψος 34 μέτρα και μέσα είχε ελικοειδείς κλίμακες που ανέβαζαν μέχρι το τελευταίο επίπεδο. Το τελευταίο επίπεδο ήταν κυκλικό με 10 μέτρα διάμετρο και 18 έως 24 μέτρα ύψος, το περιέκλειαν κίονες και μια κωνική στέγη το στεφάνωνε. Μέσα στο τρίτο επίπεδο υπήρχε ο περίφημος μηχανισμός που έλαμπε σαν μικρός ήλιος, ακόμη και στην διάρκεια της ημέρας. Ο μηχανισμός αποτελούνταν από ορειχάλκινα γυαλισμένα κάτοπτρα ή καθρέπτες.
Υπήρχε η φήμη από την αρχαιότητα πως υπήρχε και ένα είδος τηλεσκοπίου απ’ όπου μπορούσαν να εντοπίσουν έγκαιρα εχθρικό στόλο. Στην κορυφή του κτίσματος στέκονταν ένα όρθιο άγαλμα, πιθανόν του Δία Σωτήρα (ή του Ποσειδώνα με τρίαινα ή του Απόλλωνα του θεού του φωτός). Το ολικό ύψος του κτίσματος ήταν 140 με 150 μέτρα. Για τον φάρο ξοδεύτηκαν 800 αργυρά τάλαντα, δηλαδή, πολλά δισεκατομύρια της εποχής. Την νύχτα άναβε φωτιά στο εσωτερικό του τρίτου επιπέδου που φαινότανε μέχρι και 54 χιλιόμετρα μακριά από την ακτή, για να μην εξωκοίλουν τα πλοία.
Τέλος, ο φάρος ενώθηκε με την ξηρά με έναν δρόμο που είχε 7 στάδια μήκος (περίπου 1.300 – 1.400μέτρα) και ονομάστηκε επταστάδιο. Με την ολοκλήρωση του έργου, ο Σώστρατος έβαλε αυτήν την επιγραφή στην πρόσοψη του πρώτου επιπέδου
“Σώστρατος Δεξιφάνους Κνίδιος θεοίς σωτήρσιν υπέρ των πλωιζωμένων”
δηλαδή, τον φάρο τον έχτισε ο Σώστρατος γιος του Δεξιφάνους από την Κνίδο προς τιμήν των Θεών Σωτήρων, υπέρ των ναυτιλομένων.
Πέρασαν 12 κοπιαστικά χρόνια από την θεμελίωσή του μέχρι να μπει το άγαλμα του Δία στην κορυφή, ο Πτολεμαίος ο Α’ είχε πεθάνει το 283π.Χ. και δεν πρόλαβε να δει ολοκληρωμένο ένα από τα 7 θαύματα του αρχαίου κόσμου. Ολοκληρώθηκε επί βασιλείας του Πτολεμαίου Β’ του γιου του το 280 ή το 270 π.Χ. Ο φάρος αρχικά ονομάστηκε πυρφόρος πύργος, αλλά μετά πήρε το όνομα του νησιού και στο τέλος ονομαζόταν όλη η Αλεξάνδρεια φάρος. Και όπως όλα τα δημιουργήματα των ανθρώπων υπόκεινται στον πανδαμάτορα χρόνο, έτσι και ο φάρος έπεσε σιγά σιγά από σεισμούς και τσουνάμι και η καταστροφή του ολοκληρώθηκε με την αραβική κατάκτηση της Αιγύπτου τον 7ο μ.Χ.
Ο Σώστρατος δεν επαναπαύτηκε στις δάφνες του φάρου κι εκτός απ’ αυτόν πρόσφερε και άλλα θαύματα στην Αίγυπτο. Έσκαψε διώρυγες στον ποταμό Νείλο κοντά στην πόλη Μέμφιδα. Αποξήρανε την κοίτη του Νείλου σε κάποιο σημείο, πράγμα αξιοθαύμαστο ακόμη και σήμερα. Επίσης, έφτιαξε και τον κρεμαστό περίπατο στην πατρίδα του την Κνίδο, που ήταν κάτι σαν τους κρεμαστούς κήπους της Βαβυλώνας. Έχτισε την στοά των Κνιδίων στους Δελφούς κάπου ανάμεσα στο 285 και το 272 π.Χ., ένα περίτεχνο οικοδόμημα με πολλές τοιχογραφίες στο εσωτερικό του.