Είναι πρωί της 6ης Φεβρουαρίου του 1945, σε ένα κελί λίγο έξω από το Παρίσι ένας εκ των κρατουμένων συζητά με τον κυβερνητικό επίτροπο, “δεν σας κρατώ κακία, κύριε Reboul” ακούγεται να λέει ο κατάδικος στον διώκτη του. Ανοίγει μόνος του την πόρτα του κελίου του και παραδίδεται στους φρουρούς. Είναι 35 ετών και η πράα όψη του διατηρεί ακόμα σημάδια της νιότης ώστε δύσκολα θα πίστευε κανείς ότι πριν λίγα χρόνια υπηρετούσε στο πεδίο της μάχης απέναντι στην Γερμανική εισβολή. Είναι όμως εμφανής η καταπόνηση από τους μήνες που πέρασε στις συνωστισμένες φυλακές της γαλλικής δημοκρατίας που έχουν γεμίσει από απλούς ανθρώπους έως βετεράνους του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου οι οποίοι κρίθηκαν ύποπτοι για “συνεργασία με τον εχθρό”.
Πρόκειται για τον Robert Brasillach που την ίδια ακριβώς ημέρα, 9 χρόνια νωρίτερα, διαδήλωνε ως νεαρός Εθνικιστής και μαζί με πλήθος ομοϊδεατών του έξω από το ανάκτορο των Βουρβόνων με το σύνθημα “Κάτω η Βουλή“. Μια κινητοποίηση που κατεστάλη και τότε από δημοκρατικές σφαίρες όταν η αστυνομία άνοιξε αδιακρίτως πυρ δολοφονώντας 22 Εθνικιστές, μεταξύ των οποίων και ένας Έλληνας.
Γεννημένος στο Περπινιάν στις 31 Μαρτίου 1909, ήδη από την ηλικία των 6 ετών χάνει τον πατέρα του, ο οποίος ως ανθυπολοχαγός σκοτώνεται πολεμώντας στο Μαρόκο. Τελειώνοντας τις σπουδές του στο γυμνάσιο, έρχεται σε επαφή με τον Σαρλ Μωράς στο Παρίσι, ηγέτη του κινήματος Action Francaise. Σε ηλικία 22 ετών δημοσιεύει μια αξιοθαύμαστη εργασία για τον Βιργίλιο. Του ανατίθεται επίσης η επιμέλεια της λογοτεχνικής στήλης του Action Francaise με το οποίο και θα βρεθεί στην παραπάνω αιματηρή πορεία.
Το 1936 ταξιδεύει στο Βέλγιο όπου γνωρίζει τον νεαρό τότε, αρχηγό του Ρεξιστικού κόμματος Léon Degrelle. Δίπλα του θα συγγράψει την πιο γλαφυρή περιγραφή του πρωτοπορου αυτού κινήματος υπό τον τίτλο “Ο Léon Degrelle και το μέλλον του REX”. Κατόπιν ταξιδεύει στην Βενετία, στην Ρώμη και στην Νυρεμβέργη, όπου παραβρίσκεται στις εορταστικές εκδηλώσεις της Εθνικοσοσιαλιστικής Νεολαίας.
Το 1937 θα φυλακιστεί μαζί με τον Σαρλ Μωράς κατηγορούμενος ότι καλούσε σ’ ένα άρθρο του τον λαό δημοσίως να κομματιάσει τους βουλευτές που είχαν ψηφίσει την επιβολή κυρώσεων εναντίον της Φασιστικής Ιταλίας. Το 1937 διευθύνει την αγωνιστική εφημερίδα Je suis partout όπου αφιερώνει αναρίθμητες σελίδες στον ιδρυτή της Ισπανικής Φάλαγγας José Antonio Primo de Rivera που εκτελέστηκε τον Νοέμβριο του 1936 σε ηλικία 33 ετών. Γράφει επίσης ρομαντικά δοκίμια, μελέτες, δράματα, κριτικές κ.α.
Στις 3 Σεπτεμβρίου 1939, όταν ξεκινάει ο πόλεμος μεταξύ της Γαλλίας και της Γερμανίας, ο Robert πηγαίνει στο μέτωπο. Το 1940 αιχμαλωτίζεται από τους Γερμανούς, κλείνεται στο στρατόπεδο του Neuf Breisach όπου γράφει το πιο βαθύ του δράμα, το θεατρικό έργο “Berenice”. Τον Απρίλιο του 1941 γυρίζει ελεύθερος στην Γαλλία όπου μαζί με επιφανείς άντρες όπως οι Μαρσέλ Ντεά, Ζακ Ντοριό, Λουί Φερντινάντ Σελίν, Πιερ Ντρου λα Ροσέλ, υποστηρίζει την αναγκαιότητα της συνεργασίας τους με τις πνευματικές δυνάμεις της Εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας για το τέλος της αιματοχυσίας και μια Ευρωπαϊκή Αναγέννηση.
Από τον Απρίλιο του 1941 εως το τέλος του 1943 συνεχίζει την έκδοση της εφημερίδας Je suis partout. Ακόμα διευθύνει τις εκδόσεις του εθνικιστικού βιβλιοπωλείου Rive Gauche στο Παρίσι. Η προέλαση των “συμμαχικών δυνάμεων” βρίσκει τον Robert σε σπίτι φίλων του όπου πληροφορείται την σύλληψη και φυλάκιση της μητέρας του. Κατηγορείται σαν προδότης αλλά δεν εγκαταλείπει την Πατρίδα του. Τον Αύγουστο του 1944 παραδίδεται ευελπιστώντας στην αποφυλάκιση της μητέρας του.
Μεταφέρεται στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Noisy le Sec κι έπειτα στη φυλακή του Fresnes. Εκεί συγγράφει αρκετά έργα μεταξύ των οποίων το δοκίμιο “Γράμμα σε έναν στρατιώτη της κλάσεως του ’60” (έκδοση στα Ελληνικά από την Χρυσή Αυγή), μια παρακαταθήκη Ιδεών στον μικρό Ζακ, τον αγαπημένο του ανιψιό που όντας μόλις 4 ετών τον περιμένει ακόμα στο σπίτι της αδελφής του.
Στις 19 Ιανουαρίου 1945 δικάζεται. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου τον κατηγορεί ότι τα δημοσιευθέντα άρθρα του ήταν περισσότερο επικίνδυνα για την Αντίσταση κι από ένα τάγμα της Βέρμαχτ. Μέσα σε μόλις 20 λεπτά κρίνεται ένοχος και ενώ ο κυβερνητικός επίτροπος του ανακοινώνει την καταδίκη του σε θάνατο ο σπουδαίος αυτός Γάλλος λογοτέχνης απαντάει ήρεμα “Τιμή μου“! Τριάντα Γάλλοι ακαδημαϊκοί επεμβαίνουν για τη σωτηρία του. Οι κινητοποιήσεις των Αλμπέρ Καμύ, Πωλ Κλωντέλ, Ζαν Κοκτώ, Πωλ Βαλερί, Φρανσουά Μωριάκ και πολλών άλλων αποδεικνύονται μάταιες, το νέο καθεστώς έχει πάρει την απόφαση του.
Πίσω στους ψυχρούς διαδρόμους των φυλακών, ο Robert βαδίζει μπροστά από τα κλειδωμένα κελιά των παλιών του συντρόφων αποχαιρετώντας τους ξεχωριστά με ένα λακωνικό “εις το επανιδείν“. Οδηγείται στο ζοφερό φρούριο Μοντροζ όπου τον δένουν σε ένα πάσσαλο του προαυλίου. Στέκεται μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα 12 ανδρών αρνούμενος να του δέσουν τα μάτια. Το παράγγελμα δίνεται και η φωνή του διαπερνά τον αέρα “Ζήτω η Γαλλία!” για να διακοπεί από τις σφαίρες που τον χτυπούν την ίδια στιγμή. Η χαριστική βολή δίνεται από έναν βιαστικό αξιωματικό, ήταν 9:38 της 6ης Φεβρουαρίου 1945.
Ενώπιον του θανάτου
Αν είχα τον χρόνο, αναμφίβολα θα έγραφα την ιστορία των ημερών που έζησα στο κελί για όσους καταδικάστηκαν σε θάνατο στο Fresnes, με αυτόν τον τίτλο. Λέγεται πως μήτε ο θάνατος μήτε ο ήλιος αντικρίζονται κατάματα, εν τούτοις προσπάθησα. Δεν είμαι στωικός και είναι δύσκολο να απομακρυνθείς από αυτό που αγαπάς. Εν τούτοις προσπάθησα να μην φύγω με όσους με είδαν ή με σκέφτηκαν ως μια εικόνα ανάξια. Οι μέρες, ειδικά οι τελευταίες, ήταν πλούσιες και γεμάτες. Δεν είχα πια πολλές αυταπάτες, ειδικά από την ημέρα που έμαθα την απόρριψη της έφεσής μου, μια απόρριψη που ήταν ωστόσο αναμενόμενη. Τελείωσα το μικρό μου έργο που είχα ξεκινήσει για τον Chénier, έγραψα μερικά ποιήματα ακόμα. Μια από τις νύχτες μου ήταν άσχημη, και το πρωί περίμενα. Άλλα βράδια πάλι κοιμόμουν πολύ ήρεμα. Τα τελευταία τρία βράδια, ξαναδιάβαζα την ιστορία των Παθών του Ιησού, κάθε βράδυ, από ένα από τα τέσσερα Ευαγγέλια. Προσευχήθηκα πολύ και ξέρω πως ήταν η προσευχή που μου έδωσε έναν ήρεμο ύπνο. Το πρωί ήρθε ο ιερέας να με κοινωνήσει. Σκέφτηκα ήρεμα όλους αυτούς που αγάπησα, όλους αυτούς που είχα γνωρίσει στη ζωή μου. Σκέφτηκα με δυσκολία τον πόνο τους. Αλλά προσπάθησα όσο το δυνατόν περισσότερο να δεχτώ.
Robert Brasillach