Σαν χθες, πριν 50 χρόνια, στις 12 Αυγούστου του 1973, έφυγε από τη ζωή σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα κοντά στη Ρώμη, ο Adriano Romualdi, ένας πολλά υποσχόμενος διανοητής του ριζοσπαστικού-μαχητικού ευρωπαϊκού εθνικισμού.
Όπως γράφει ο Maurizio Rossi [1]: «Μια τραγική συγκυρία μας στέρησε το προνόμιο να μπορούμε να συνεχίσουμε να μεγαλώνουμε και να ωριμάζουμε τρεφόμενοι από τη δύναμή του, την ευαισθησία του, τη σταθερότητα των ιδεών του και την αδιαλλαξία του. Μια πραγματική καταστροφή για ολόκληρο τον κόσμο μας».
Πενήντα χρόνια μετά τον ξαφνικό και πρόωρο θάνατό του, ο Adriano Romualdi παραμένει ακόμα ζωντανός στη μνήμη τόσο αυτών που τον γνώρισαν από κοντά όσο και εκείνων που τον γνώρισαν μέσα από το έργο του.
Ο Adriano Romualdi (1940 – 1973) ήταν γιος του προέδρου του Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος (M.S.I.), Ευρωβουλευτή και Γερουσιαστή, Pino Romualdi (1913-1988) Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο La Sapienza της Ρώμης με μια διατριβή για τη γερμανική συντηρητική επανάσταση και άρχισε να ασχολείται με ιστορικά, φιλοσοφικά και πολιτικά θέματα από πολύ νεαρή ηλικία. Επηρεασμένος έντονα από το έργο και τη σκέψη του Ιταλού φιλοσόφου Julius Evola, έγραψε μια εξουσιοδοτημένη βιογραφία του, που δημοσιεύτηκε το 1968. Ήταν η πρώτη βιογραφία του Έβολα και είχε τίτλο: «Ιούλιος Έβολα: Ο Άνθρωπος και το Έργο» (“Julius Evola: L’ Uomo e l’ Opera”).
Ο Adriano Romualdi ξεκίνησε να γράφει και να ανοίγει διαύλους διανοητικού παρεμβατισμού μέσα από τις σελίδες του περιοδικού «L’ Italiano», που διεύθυνε ο πατέρας του, ενθαρρύνοντας παράλληλα πολλούς νεαρούς διανοητές συναγωνιστές του να δημοσιεύσουν τα κείμενά τους, συμβάλλοντας έτσι στη διάδοση των ιδεών σε μεταπολιτικό επίπεδο. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς ήταν συνομήλικοί του ή λίγα χρόνια μικρότεροί του. Για όλους αυτούς, ο Adriano θεωρείτο ο «μεγαλύτερος αδελφός» («Il fratello maggiore»).
Άρθρα και δοκίμιά του Adriano Romualdi δημοσιεύτηκαν, επίσης, στα περιοδικά “Ordine Nuovo”, “Vie della Tradizione” κ.λπ.
Ο Adriano έγραψε, άρθρα και βιβλία για τους Πλάτωνα, Friedrich Nietzsche, Oswald Spengler, Pierre Drieu La Rochelle, καθώς και για τον φασισμό (που ερμηνεύεται ως ένα καθαρά ευρωπαϊκό φαινόμενο), την Συντηρητική Επανάσταση, τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και για τους Ινδοευρωπαίους.
To πρώτο του βιβλίο με τίτλο “Platone” (Πλάτωνας) εκδόθηκε το 1965 και αναφέρεται στον μεγάλο Έλληνα φιλόσοφο και κυρίως στα πολιτικά του έργα «Πολιτεία», «Πολιτικός» και «Νόμοι», όπου περιγράφονται οι δομές για τη λειτουργία του Οργανικού Κράτους.
Την ίδια χρονιά εκδίδεται το εξαιρετικό δοκίμιο “Una visione del mondo” (Ένα όραμα του κόσμου) που περιλαμβάνεται στο συλλογικό τόμο “Drieu La Rochelle: il mito dell’ Europa” (Drieu La Rochelle: ο μύθος της Ευρώπης) και είναι αφιερωμένος στον φασίστα Γάλλο συγγραφέα Pierre Drieu la Rochelle, ο οποίος αυτοκτόνησε το 1945. Στο δοκίμιο αυτό εξετάζονται τα στοιχεία της σκέψης που εμφανίζονται στο συνολικό έργο του Drieu La Rochelle, οι δεσμοί του με τον Νίτσε, οι απόψεις του για την ευρωπαϊκή παρακμή, οι σκέψεις του για μια πειθαρχία του σώματος και της ψυχής κ.λπ. Λίγα χρόνια αργότερα ο Ρομουάλντι επιμελήθηκε την έκδοση πολιτικών κειμένων του Drieu La Rochelle με τίτλο “Idee per una rivoluzione degli Europei” (Ιδέες για μια επανάσταση των Ευρωπαίων).
Το 1968 εκδίδεται από τον εκδοτικό οίκο Volpe η πρώτη βιογραφία του Julius Evola (“Julius Evola: L’ Uomo e l’ Opera”), αφιερωμένη στη ζωή, το έργο και τη σκέψη του σπουδαίου φιλοσόφου.
Ακολουθεί το βιβλίο “Nietzsche” που πρωτοεκδόθηκε το 1971από τις εκδόσεις Ar του Franco Freda. «…Aυτή τη στιγμή που φαίνεται η Δεξιά να είναι οριστικά χαμένη στα τυφλά σοκάκια του πιο ανόητου συντηρητισμού, της πιο μεγάλης αδιαφορίας, προτείνοντας τον Νίτσε είναι πάνω απ’ όλα μια πράξη ελπίδας..,» γράφει ο Ρομουάλντι στον πρόλογο του βιβλίου.
Όπως σημειώνει σε άρθρο του ο Gennaro Malgieri [2]: «Νιτσεϊκός, πιστός στο κυκλικό όραμα της Ιστορίας, ο Ρομουάλντι πάντα πίστευε στα ιστορικά γεγονότα που αναγεννούν τη συνείδηση και τη ζωή των λαών. Η ίδια η θεώρηση της έλευσης των φασιστικών κινημάτων είναι το πιο εμφανές σύμπτωμα της εφαρμογής μιας «νιτσεϊκής μεθόδου» στην ανάλυση των μεγάλων γεγονότων. Και ομοίως, νιτσεϊκή είναι η σύλληψη μιας «μεγάλης πολιτικής» στην οποία η ιταλική Δεξιά αναφερόταν συχνά, στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Από τα γραπτά του Romualdi προκύπτει ξεκάθαρα ότι η πολιτιστική και πολιτική συμβολή του προβλήθηκε εξ ολοκλήρου για να δώσει πρακτική εφαρμογή σε ένα ιδανικό και υπαρξιακό σκοπό: τη διατύπωση όχι μιας θεωρίας, ενός δόγματος, μιας ιδεολογίας, αλλά ενός οράματος για τον κόσμο και τη ζωή. Αυτό το όραμα που μας λείπει τρομερά σήμερα».
Το 1973 εκδίδεται το βιβλίο “Sul problema d’ una Tradizione europea” (Περί του προβλήματος για μια ευρωπαϊκή Παράδοση). Ακολουθεί την ίδια χρονιά το δοκίμιο “La destra e la crisi del nazionalismo” (Η Δεξιά και η κρίση του εθνικισμού) όπου ο συγγραφέας επισημαίνει: «Ο εθνικισμός μπορεί να ανακτήσει την ιστορική του νομιμότητα, αν μπορέσει να προσαρμοστεί στις αναλογίες του σύγχρονου κόσμου. Μπορεί ακόμη να έχει μέλλον στο βαθμό που μπορεί να γίνει ευρωπαϊκός εθνικισμός».
Τα παρακάτω έργα του εκδόθηκαν μετά το θάνατό του:
-“Le ultime ore dell’ Europa” (Οι τελευταίες ώρες της Ευρώπης), 1976.
-“Gli Indoeuropei” (Οι Ινδοευρωπαίοι), 1978.
-“Correnti politiche e ideologiche della destra tedesca dal 1918 al 2932” (Πολιτικά και ιδεολογικά ρεύματα της Γερμανικής Δεξιάς από το 1918 έως το 1932) το οποίο βασίστηκε στη διπλωματική διατριβή του και αναφέρεται στη «Συντηρητική Επανάσταση».
Τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα (μεταξύ του ’18 και του ’32), αναπτύχθηκε στη Γερμανία η λεγόμενη «Συντηρητική Επανάσταση» που την αποτελούσαν φημισμένοι διανοητές, φιλόσοφοι και συγγραφείς όπως οι Oswald Spengler, Ernst Junger, Moeller van den Bruck, Ernst von Salomon, Othmar Spann και πολλοί άλλοι λιγότερο γνωστοί.
Μια επανάσταση η οποία στράφηκε στις αξίες του παρελθόντος και σύμφωνα με έναν ορισμό του Moeller Van Den Bruck που αναφέρει ο Ρομουάλντι: «Το να είσαι συντηρητικός δεν σημαίνει να εξαρτάσαι από το άμεσο παρελθόν, αλλά να ζεις με βάση τις αιώνιες αξίες».
Σε άλλα κείμενά του, ο Ρομουάλντι αναφερόταν στη «Συντηρητική Επανάσταση» με την ευρεία έννοια του όρου, και όχι μόνο στη γερμανική.
-“Il Fascismo come fenomeno europeo” (O Φασισμός ως ευρωπαϊκό φαινόμενο), 1978.
-“Idee per una cultura di destra” (Ιδέες για μια κουλτούρα της Δεξιάς), 1996.
Όπως σημειώνει σε άρθρο του ο σπουδαίος Ιταλός δημοσιογράφος και διανοητής, Giorgio Locchi [3] : «Ο Adriano Romualdi έδειξε ξεκάθαρα ότι τα φασιστικά κινήματα του πρώτου μισού του αιώνα και τα διάφορα φιλοσοφικά, καλλιτεχνικά και λογοτεχνικά ρεύματα της λεγόμενης Συντηρητικής Επανάστασης έχουν την ίδια κοινή «ουσία», υπακούουν στο ίδιο σύστημα αξιών, έχουν μια πανομοιότυπη θεμελιώδη αντίληψη για τον κόσμο, τον άνθρωπο, την ιστορία […]
Ο Romualdi διαισθάνθηκε ότι η προέλευση του φασιστικού φαινομένου ήταν πρωτίστως πνευματικής τάξης, ριζωμένης σε ένα συγκεκριμένο ρεύμα του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Το πιο σημαντικό: μπόρεσε να βρει αυτή την προέλευση στο έργο του Νίτσε ή, πιο συγκεκριμένα, στο σύστημα αξιών που πρεσβεύει ο Νίτσε (και στη συνέχεια, επίσης, δευτερευόντως, σε ορισμένες πτυχές του ρομαντισμού, που προανήγγειλαν και προετοίμασαν το έργο του Νίτσε). Το τραγικό, πρόωρο τέλος του δεν επέτρεψε στον Adriano Romualdi να πλαισιώσει τη σκέψη του σε μια ολοκληρωμένη φιλοσοφική θεώρηση της ιστορίας και, έτσι, να ορίσει εξαντλητικά και επακριβώς τη συγγενική σχέση που παρεμβάλλεται μεταξύ του έργου του Νίτσε, της Συντηρητικής Επανάστασης και του Φασισμού. Πρέπει να πούμε ότι η ανάδειξη αυτής της σχέσης δεν είναι εύκολη υπόθεση. Και όχι απλώς λόγω της ιδιαιτερότητας του έργου του Νίτσε, που δεν είναι καθαρά φιλοσοφικό έργο, δηλ. προβληματισμός και οργάνωση γνώσης, αλλά είναι επίσης και κυρίως ένα ποιητικό, υπαινικτικό, δημιουργικό έργο που ιστορικά εκφράζει και δίνει ζωή σε μια νέα αίσθηση του κόσμου, του ανθρώπου και της ιστορίας».
Ο Adriano Romualdi σε ένα δοκίμιό του με τίτλο «Γιατί δεν υπάρχει μια κουλτούρα της Δεξιάς» [4] εντόπισε τους βασικούς λόγους αυτής της ιστορικής δυσκολίας στην ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς που βασίζεται κυρίως στην ενιαία αντίληψη της ζωής και του κόσμου, η οποία λαμβάνει διάφορες αποχρώσεις, όπως σοσιαλισμός, κομμουνισμός, νεοδιαφωτισμός, «σοσιαλιστικός» Χριστιανισμός, επιστημονισμός με ψυχαναλυτικό υπόβαθρο, «προοδευτισμός» κ.λπ.
Σύμφωνα με τον ίδιο δεν χρειάζονται πολλά για να συνειδητοποιήσουμε ότι το ότι δεν υπάρχει αξιόλογη κουλτούρα στη Δεξιά, συμβαίνει γιατί λείπει μια αληθινή Ιδέα της Δεξιάς, ένα όραμα του κόσμου, ποιοτικό, αριστοκρατικό, αγωνιστικό, αντιδημοκρατικό. Ένα συνεκτικό όραμα υπεράνω ορισμένων συμφερόντων, νοσταλγιών και πολιτικών επιλογών.
Ο Ρομουάλντι θεωρεί ότι η Δεξιά διακατέχεται από αστικό συντηρητισμό, ιδεολογική σύγχυση και ανακρίβεια.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο στο δοκίμιό του «Η νέα κουλτούρα της Δεξιάς», ο Adriano επέκρινε τις ιδέες του τότε διορισμένου από τον Τζιόρτζιο Αλμιράντε «πολιτισμικού συμβούλου» του MSI, Armando Plebe [5], ο οποίος είχε καταφέρει να αποδυναμώσει το ιδεολογικό υπόβαθρο του κόμματος μετατρέποντάς το σε δημοκρατικό, φιλελεύθερο, αστικοποιημένο, που βασίζονταν κυρίως σε ένα στείρο αντικομμουνισμό.
Αν και πολλά έχουν αλλάξει 50 χρόνια από το θάνατό του (κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, παγκοσμιοποίηση, εποικισμός της Ευρώπης από αφροασιατικές μάζες κ.λπ), το συνολικό όραμα της πολιτικής «κουλτούρας της Δεξιάς» που επεξεργάστηκε έξοχα ο Romualdi, εξακολουθεί να αποτελεί πηγή προτάσεων, ερεθισμάτων και τροφής για σκέψη.
Το 1971 ο Ρομουάλντι ξεκίνησε να διδάσκει ως βοηθός-καθηγητής Σύγχρονη Ιστορία στο Πανεπιστήμιο του Παλέρμο και είναι βέβαιο ότι θα είχε μια λαμπρή πανεπιστημιακή καριέρα, αν δεν τον έβρισκε ο θάνατος σε ηλικία μόλις 32 ετών σε εκείνο το μοιραίο αυτοκινητιστικό δυστύχημα δύο χρόνια αργότερα.
Θα κλείσω το παρόν κείμενο με ένα ακόμη απόσπασμα από το άρθρο του Maurizio Rossi [1] : «Για τον Adriano Romualdi ο ευρωπαϊκός μύθος πρέπει να γίνει η συγκεκριμένη ουσία του ευρωπαϊκού εθνικισμού που θα έρθει, που θα έχει βρει στις αξίες του αίματος, της εθνότητας, των ριζών της πατρικής γης, στη λατρεία των προγόνων τη δύναμη να τροφοδοτήσει τον αγώνα. Να επιβεβαιώσουμε, σε όλο τον κόσμο και ενάντια στην αίσθηση της ιστορίας που επιβάλλουν οι νικητές, τη ζωντανή πραγματικότητα της Ευρώπης – Έθνους. Ήταν κι αυτό μέρος εκείνου του μεγάλου οράματος που ο Adriano Romualdi είδε στη σύντομη ύπαρξή του και το οποίο ήθελε να μας μεταδώσει. Ήμασταν όλοι, προηγούμενες και σημερινές γενιές, ικανοί σε τέτοια καθήκοντα, τέτοιες διδασκαλίες; Πιθανώς όχι! […] Κάποιος, στο παρελθόν, τον αποκάλεσε «μεγάλο μας αδερφό», είναι σίγουρα μια όμορφη εικόνα, ας την κρατήσουμε. Είναι μέλος της οικογένειάς μας».
[1] Maurizio Rossi: Adriano Romualdi: Dal mito ariano dell’ Europa al nuovo nazionalismo militante europeo (Από τον άριο μύθο της Ευρώπης στο νέο ευρωπαϊκό μαχητικό εθνικισμό). Από το συλλογικό τομίδιο: Adriano Romualdi – L’ Uomo, l’
Azione, il Testimone, Associazione Culturale Raido, Roma, 2003.
[2] O Gennaro Malgieri (γεν. 1953) είναι Ιταλός πολιτικός, συγγραφέας και δημοσιογράφος, πρώην διευθυντής της εφημερίδας Secolo d’ Italia (επίσημου οργάνου του Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος – MSI). Τη δεκαετία του ’80 υπήρξε ένα από τα βασικά στελέχη της Νέας Δεξιάς στην Ιταλία.
[3] Ο Giorgio Locchi (1923-1992) ήταν Ιταλός δημοσιογράφος και διανοητής. Μετά τις σπουδές του στη Νομική στο πανεπιστήμιο της Ρώμης (μέσα της δεκαετίας του ’50), εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Εκεί, λίγα χρόνια αργότερα, ήλθε σε επαφή με τον Αλαίν ντε Μπενουά και άλλους Γάλλους διανοητές και στα τέλη της δεκαετίας του ’60 συμμετείχε στη ίδρυση της γαλλικής οργάνωσης (think tank) G.R.E.C.E. (Groupement de recherche et d’études pour la civilisation européenne – Ομάδα Έρευνας και Μελετών για τον Ευρωπαϊκό Πολιτισμό), γνωστή και ως Νέα Δεξιά (Nouvelle Droite). Υπήρξε συγγραφέας πολλών βιβλίων και δοκιμίων (κάποια σε συνεργασία με τον Αλαίν ντε Μπενουά). Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά Nouvelle École, Éléments, Intervento, La Destra, L’ Uomo Libero κ.λπ.
[4] Να σημειωθεί ότι η έννοια της «Δεξιάς» (La Destra) δεν έχει σχέση ούτε με την αστική-δημοκρατική-καπιταλιστική δεξιά που γνωρίζουμε, αλλά ούτε και με τη λεγόμενη «άκρα δεξιά» και τις διάφορες αποχρώσεις της.
[5] Ο Armando Plebe (1927-2017) ήταν Ιταλός φιλόσοφος, πανεπιστημιακός και πολιτικός γυρολόγος. Σπούδασε Φιλοσοφία και Κλασική Φιλολογία στα πανεπιστήμια του Τορίνο και του Ίνσμπρουκ. Ξεκίνησε την πανεπιστημιακή του σταδιοδρομία από το πανεπιστήμιο της Περούτζια (1959) και το 1961 έγινε καθηγητής Ιστορίας της Φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο του Παλέρμο. Υπήρξε πολυγραφότατος, καθώς δημοσίευσε πλήθος βιβλίων, κυρίως εκλαϊκευμένης φιλοσοφίας.
Η προσωπική ιστορία του Armando Plebe είναι αξιοσημείωτη καθώς ο ίδιος άλλαζε συχνά ιδεολογίες και κόμματα: μαρξιστής, σοσιαλδημοκράτης, «νεοφασίστας», δεξιός, «ριζοσπάστης», ανεξάρτητος, ξανά μαρξιστής (δεκαετία του ’90), «αναρχικός» κ.λπ.
Ο Plebe υπήρξε αρχικά μαρξιστής, ακολούθως σοσιαλδημοκράτης και στις αρχές της δεκαετίας του ’70 ο εντάχθηκε στο Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα (MSI). Αυτόν τον απίστευτο γυρολόγο, ο τότε μετριοπαθής γενικός γραμματέας του MSI-DN, Giorgio Almirante, διόρισε πρόεδρο του Πανεπιστημιακού Μετώπου Εθνικής Δράσης (FUAN) και στη συνέχεια επικεφαλής του τομέα πολιτισμού του κόμματος (!). Το 1972 ο Plebe εξελέγη γερουσιαστής στις τάξεις του MSI-DN στο Πιεμόντε και επανεξελέγη το 1976. Την ίδια χρονιά ο Almirante τον συμπεριέλαβε στην ιταλική αντιπροσωπεία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Το 1976 αποχώρισε από το MSI και εντάχθηκε στην κοινοβουλευτική ομάδα της Εθνικής Δημοκρατίας (Democrazia Nazionale), κόμμα που δημιουργήθηκε κυρίως από πρώην στελέχη του Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος με πιο «μετριοπαθείς» πολιτικές τάσεις.
Το 1977, ο Plebe είχε ζητήσει να γίνει μέλος του Ριζοσπαστικού Κόμματος της Ιταλίας, αλλά μετά από ψηφοφορία, το κόμμα αρνήθηκε την ένταξή του. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι εκείνη τη χρονική περίοδο το Ριζοσπαστικό Κόμμα περιελάμβανε στις τάξεις του «κάθε καρυδιάς καρύδι», όπως π.χ. τον ιδεολογικό «πατέρα» των Ερυθρών Ταξιαρχιών, Τόνι Νέγκρι, καθώς και τη διάσημη πορνοστάρ της εποχής Τσιτσιολίνα (κατά κόσμο Ιλόνα Στάλερ), οι οποίοι μάλιστα είχαν εκλεγεί και βουλευτές!
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Plebe αυτοπροσδιοριζόταν ως ένας σκεπτικιστής του Διαφωτισμού και υποστηρικτής ενός διανοουμενίστικου αναρχισμού.
Παύλος Γκάσταρης