“Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη περπατώντας η Δόξα μονάχη
μελετά τα λαμπρά παλληκάρια και στην κόμη στεφάνι φορεί
γινωμένο από λίγα χορτάρια πούχαν μείνει στην έρημη γη.”
Η επανάσταση του 1821 βρίσκει τους Ψαριανούς με περισσότερα από 300 καράβια, μικρού και μεγάλου εκτοπίσματος, που ταξιδεύουν σε όλες τις θάλασσες κουβαλώντας πλούτη στο νησί τους. Επειδή στα ταξίδια τους ήταν υποχρεωμένοι να αντιμετωπίζουν συχνά τους πειρατές, όπλισαν τα πλοία τους με πυροβόλα, τα οποία πολλές φορές βρέθηκαν στην ανάγκη να τα χρησιμοποιήσουν. Έτσι πολύ σύντομα απέκτησαν πείρα πολεμική και αναδείχτηκαν κατόπιν γενναίοι και έμπειροι θαλασσομάχοι.
Από το 1770 οι Ψαριανοί είχαν οπλίσει καταδρομικά πλοία. Μεγάλη υπήρξε η πολεμική τους δραστηριότητα στα προεπαναστατικά χρόνια. Πραγματοποιούσαν επιδρομές στα τουρκικά παράλια προξενώντας ανυπολόγιστες καταστροφές και εξασφαλίζοντας υλικά μέσα για τον καλύτερο εξοπλισμό τους και την αρτιότερη οχύρωση του νησιού. Ενώ όλη η Ελλάδα στέναζε κάτω από τον τουρκικό ζυγό, τα ψαριανά καράβια με τις ηρωικές επιχειρήσεις τους αποτελούσαν πρόβλημα για τον σουλτάνο και όταν έφτασε η μεγάλη στιγμή του ξεσηκωμού του γένους το ηρωικό νησί βρέθηκε από την αρχή στην πρωτοπορία του αγώνα. Από τη στιγμή αυτή οι Ψαριανοί πήραν ενεργό μέρος στην επανάσταση και τήρησαν τον όρκο τους μέχρι τέλους.
Τα πυρπολικά, μικρά παλιά καράβια, στα οποία υπήρχαν εύφλεκτες ύλες αποτέλεσαν το φοβερότερο όπλο στα χέρια των Ψαριανών. Αυτά τοποθετούνταν στις πλευρές των εχθρικών πλοίων και αφού έβαζαν φωτιά στο πυρπολικό αυτή μεταφερόταν στο εχθρικό πλοίο και το μετέτρεπε σε στάχτη. Όταν το 1822 έγινε η τραγωδία της καταστροφής της Χίου από τον Καρά Αλή, καράβια από τα Ψαρά έσπευσαν αμέσως σε βοήθεια. Κατόρθωσαν να παραλάβουν αρκετούς κατοίκους του νησιού μεταφέροντάς τους στα Ψαρά , σε νησιά των Κυκλάδων και σε άλλα μέρη της Ελλάδας σώζοντάς τους από βέβαιη σφαγή.
Κατά το τέταρτο έτος της Επαναστάσεως και ενώ ο σουλτάνος Μαχμούτ δεν μπορούσε να καταστείλει τους επαναστατημένους Έλληνες, αναγκάστηκε να ζητήσει την συνδρομή του Μεχμέτ Αλή Πασά της Αιγύπτου. Το Μάρτιο του 1824 ο Μεχμέτ Αλή σπεύδει σε βοήθεια υπό τον όρο να του παραχωρηθεί η Κρήτη και η Κύπρος καθώς και να διορισθεί ο γιος του, Ιμπραήμ, διοικητής της Πελοποννήσου. Την ίδια ώρα, οι ελληνικές δυνάμεις βρίσκονται σε σύγχυση και εμφυλιοπολεμικό κλίμα, με αποτέλεσμα να μην είναι ικανές να αντιμετωπίσουν αυτό που ερχόταν.
Ο Μεχμέτ Αλή θεωρούσε πως δεν καταστρεφόταν ο ελληνικός στόλος δεν θα ήταν δυνατό να πραγματοποιηθούν και αποτελεσματικές χερσαίες επιχειρήσεις. Αποφασίσθηκε, λοιπόν, ο αιγυπτιακός στόλος υπό τον Χουσεΐν να επιτεθεί στην Κάσο και ο αντίστοιχος τουρκικός υπό τον Χοσρέφ Πασά στα Ψαρά. Ο Χοσρέφ είχε μάλιστα την εντολή από τον σουλτάνο να καταστρέψει ολοκληρωτικά τα Ψαρά, διότι δημιουργούσαν τεράστια προβλήματα στον ήδη δυσκίνητο τουρκικό στόλο.
Τα Ψαρά ήταν ένα μικρό νησί στα βορειοδυτικά της Χίου, με σπουδαία θαλασσινή παράδοση και ήταν αναγνωρισμένα ως η τρίτη ναυτική δύναμη της Ελλάδας, μετά την Ύδρα και τις Σπέτσες. Διέθεταν δε ονομαστούς πυρπολητές, όπως ο Παπανικολής, ο Κανάρης και ο Πιπίνος. Ο Χοσρέφ είχε εντολή από τον σουλτάνο να εξαφανίσει από προσώπου γης τα Ψαρά, που τόσα προβλήματα δημιουργούσαν στον δυσκίνητο τουρκικό στόλο.
Το πρωί της 20ης Ιουνίου ο τουρκικός στόλος απέπλευσε από το Σίγρι Μυτιλήνης με προορισμό τα Ψαρά. Αποτελείτο από 176 πλοία πολεμικά και φορτηγά και 12.000 τούρκους και τουρκαλβανούς. Η τουρκική αρμάδα έφθασε, στη βορειοδυτική πλευρά του νησιού το απόγευμα της ίδιας μέρας. Τη στιγμή εκείνη, άρχισε μία εκ των δραματικότερων μαχών του Αγώνα. Έπειτα από ισχυρό κανιοβολισμό, οι Τούρκοι πέτυχαν την απόβαση των αγημάτων τους. Το νησί υπερασπίζονταν 1.300 Ψαριανοί, 700 πάροικοι και λίγο περισσότεροι από 1000 μισθοφόρους από τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία.
Τα τουρκικά στρατεύματα κατευθύνθηκαν στα νότια των Ψαρών και μπήκαν στη Χώρα, όπου άρχισαν να σφάζουν τους άμαχους που βρίσκονταν εκεί. Ο πρόξενος της Ρωσίας στα Ψαρά, Γ. Κομνηνός, συγκέντρωσε στο σπίτι του αρκετά γυναικόπαιδα και ύψωσε τη ρωσική σημαία προκειμένου να αποτρέψει τους Τούρκους να μπουν, κάτι όμως που δεν απεφεύχθη τελικά και ο ίδιος σκοτώθηκε. Πολλοί άμαχοι προσπάθησαν να διαφύγουν με πλοιάρια, όμως αρκετά από αυτά λόγω του βάρους ανατράπηκαν με αποτέλεσμα οι επιβαίνοντες να πνιγούν, ενώ όσοι μπήκαν σε μεγαλύτερα πλοία δεν μπορούσαν να απομακρυνθούν, επειδή οι ίδιοι οι Ψαριανοί είχαν προηγουμένως αφαιρέσει τα πηδάλια από τα πλοία. Μάλιστα κάποιες γυναίκες με τα παιδιά τους στην αγκαλιά έπεσαν επίτηδες στη θάλασσα και πνίγηκαν για να μην τις πιάσουν αιχμάλωτες. Άλλες πήραν τα όπλα και πολέμησαν μέχρι θανάτου …
Νικόλαος Λ.
ΚΑΝΑΡΗΣ
Όλη η Βουλή των προεστών στο μόλο συναγμένη
είπε πως όξω στη στεριά τους Τούρκους θα προσμένει.
Τότε έβγαλα το φέσι
και να μιλήσω θάρρεψα προβάλλοντας στη μέση:
«Τίποτα αρχόντοι, δε φελά, μονάχα το καράβι!»
Σα μ’ άκουσε ένα απ’ τα τρανά καλπάκια μας, ανάβει
και το φαρμάκι χύνει:
«Ποιος είναι αυτός και πώς τον λεν, που συμβουλές μας δίνει;»
Να τα Ψαρά πως χάθηκαν. Κι εγώ φωτιά στο χέρι
πήρα και πέρα τράβηξα κατά της Χιος τα μέρη,
κι είπα από εκεί- δε βάσταξα- με χείλια πικραμένα:
«Να! πώς με λεν εμένα!»
Α. Πάλλης