Φυσικά, ο καθένας προτιμά να έχει λίγο περισσότερα χρήματα απ’ ό,τι λίγο λιγότερα. «Τα χρήματα δεν αγοράζουν την ευτυχία αλλά συμβάλλουν στην ευτυχία», όπως λέει και η παροιμία. Πρέπει να μάθουμε, όμως, τι σημαίνει ευτυχία. Ο Max Weber έγραψε το 1905: «Ο άνθρωπος από την φύση του δεν θέλει να κερδίζει περισσότερα χρήματα, θέλει μόνο να ζει όπως έχει συνηθίσει να ζει και να κερδίζει όσα είναι αναγκαία για τον ίδιο».
Πολυάριθμες έρευνες έχουν επισημάνει μια σχετική αντίθεση μεταξύ της ανόδου του βιοτικού επιπέδου και του επιπέδου της ικανοποίησης των ατόμων. Πέρα από ένα ορισμένο όριο, το να έχεις περισσότερα χρήματα δεν σημαίνει περισσότερη ευτυχία. Το 1974, ο Richard Easterlin διαπίστωσε ότι το μέσο επίπεδο της ικανοποίησης του πληθυσμού έχει παραμείνει ουσιαστικά αμετάβλητο από το 1945, παρά την θεαματική αύξηση του πλούτου στις αναπτυγμένες χώρες. (Αυτό το «παράδοξο του Easterlin» έχει πρόσφατα επιβεβαιωθεί). Η αδυναμία των δεικτών για τη μέτρηση της υλικής ανάπτυξης, όπως το ΑΕΠ, στο να αξιολογήσουν το επίπεδο της πραγματικής ευημερίας σε μια δεδομένη κοινότητα είναι εμφανής. Δεν υπάρχει κάποια υπηρεσία για μη αμφισβητούμενες επιλογές που θα είναι σε θέση να υπολογίσει τις ατομικές προτιμήσεις σε σχέση με τις κοινωνικές προτιμήσεις.
Είναι δελεαστικό να δούμε το χρήμα ως ένα εργαλείο ισχύος. Δυστυχώς, το παλιό σχέδιο του ριζοσπαστικού διαχωρισμού μεταξύ δύναμης και πλούτου θα συνεχίσει να αποτελεί ένα όνειρο. Μια φορά και έναν καιρό ο άνθρωπος ήταν πλούσιος, επειδή ήταν ισχυρός, Σήμερα είναι ισχυρός, διότι είναι πλούσιος. Η συσσώρευση του χρήματος δεν είναι το μέσο για την επέκταση της αγοράς (όπως μερικοί πιστεύουν), αλλά ο στόχος για την παραγωγή των προϊόντων.
Ο καπιταλισμός δεν έχει κανέναν άλλο στόχο, εκτός από το απέραντο κέρδος και την ατελείωτη συσσώρευση του χρήματος. Η ικανότητα της συσσώρευσης του χρήματος δίνει προφανώς διακριτική εξουσία σε εκείνους που την έχουν. Η κερδοσκοπία του κεφαλαίου κυριαρχεί στην παγκόσμια διακυβέρνηση. Η κερδοσκοπική ληστεία παραμένει η προτιμώμενη μέθοδος της καπιταλιστικής αποθησαύρισης του πλούτου. Το χρήμα δεν πρέπει να συγχέεται με το νόμισμα. Η γέννηση του νομίσματος μπορεί να εξηγηθεί από την ανάπτυξη των εμπορικών συναλλαγών. Μέσω των εμπορικών συναλλαγών τα αντικείμενα αποκτούν την οικονομική τους διάσταση. Επίσης, μέσω της συναλλαγής, η οικονομική αξία λαμβάνεται με πλήρη αντικειμενικότητα, με δεδομένο το γεγονός ότι τα αγαθά που ανταλλάσσονται πρέπει να παρακάμπτουν την υποκειμενική πλευρά του ενός φορέα, ώστε να μπορούν να μετρηθούν, από την άποψη της σχέσης μεταξύ των διαφόρων φορέων.
Κατά γενική ομολογία, το νόμισμα είναι εγγενώς ένας παράγοντας ενοποίησης. Η αναφορά όλων των αγαθών σε έναν κοινό παρονομαστή κάνει αυτόματα όλες τις ανταλλαγές ομοιογενείς. Ο Αριστοτέλης παρατήρησε ότι «όλα τα πράγματα που διαπραγματεύονται πρέπει να είναι κατά κάποιο τρόπο συγκρίσιμα. Για αυτόν το σκοπό εφευρέθηκε το νόμισμα, το οποίο έγινε αργότερα, κατά κάποιον τρόπο, ένας μεσολαβητής. Είναι ένα μέτρο όλων των πραγμάτων». Με τη δημιουργία μιας προοπτικής με την οποία τα πιο διαφορετικά πράγματα μπορούν να αξιολογηθούν μέσω απλών αριθμών, το νόμισμα κάνει όλα τα πράγματα «ίσα». Ως εκ τούτου, αναφέρει όλα τα αμοιβαία διακριτικά χαρακτηριστικά σε μια απλή λογική «περισσότερα και λιγότερα». Το χρήμα είναι το παγκόσμιο πρότυπο, το οποίο διασφαλίζει την αφηρημένη ισοδυναμία όλων των πρώτων υλών. Κατά γενικό κανόνα, αναφέρει όλα τα δεδομένα ποιότητας σε όρους ποσότητας. Η αξία της αγοράς είναι ικανή μόνο για μια ποσοτική διαφοροποίηση. Αλλά, την ίδια στιγμή, η συναλλαγή εξισώνει επίσης και τις προσωπικότητες αυτών που βρίσκονται στην «επιχείρηση» του εμπορίου. Με την επίδειξη της συμβατότητας της προσφοράς και της ζήτησης, καθορίζει την εναλλαξιμότητα των επιθυμιών των φορέων. Τελικά, κάθε συναλλαγή οδηγεί στην εναλλαξιμότητα όλων των ανθρώπων, οι οποίοι έτσι γίνονται αντικείμενα των επιθυμιών τους.
Ο Μονοθεϊσμός της Αγοράς
«Ο κανόνας του χρήματος», γράφει ο Jean-Joseph Goux, «είναι η βασιλεία του μοναδικού μέτρου, από το οποίο όλα τα πράγματα και όλες οι ανθρώπινες δραστηριότητες μπορούν να αξιολογηθούν… Αυτό που παρατηρούμε εδώ είναι η «μονοθεϊστική νοοτροπία» σχετικά με την έννοια της τιμής, ως το γενικό ισοδύναμο για όλα τα πράγματα. Αυτός ο ορθολογισμός του χρήματος, με βάση ένα ενιαίο πρότυπο τιμής, είναι απόλυτα συνεπής με το θεολογικό μονοδύναμο». Αυτό αποτελεί τον κανόνα του “μονοθεϊσμού της αγοράς”. Ο Marx γράφει ότι «το χρήμα είναι σαν ένα εμπόρευμα, το οποίο οδηγεί στην πλήρη αποξένωση, επειδή παράγει παγκόσμια αποξένωση όλων των άλλων εμπορευμάτων».
Το χρήμα είναι πολύ περισσότερο από απλώς χρήμα και θα ήταν μεγάλο λάθος να πιστέψουμε πως είναι «ουδέτερο». Το χρήμα δεν είναι ουδέτερο, ούτε είναι λιγότερο ουδέτερο από την επιστήμη, από την τεχνολογία ή από την γλώσσα. Είκοσι τρεις αιώνες πριν, ο Αριστοτέλης παρατήρησε ότι «η ανθρώπινη ανάγκη είναι ακόρεστη». Λοιπόν, το «ακόρεστη» είναι η σωστή λέξη εδώ. Ποτέ δεν υπάρχει αρκετό χρήμα. Και επειδή δεν υπάρχει ποτέ αρκετό από αυτό, δεν μπορεί να υπάρχει πλεόνασμα. Η επιθυμία για χρήμα είναι μια επιθυμία που δεν μπορεί να ικανοποιηθεί, διότι αυτοτροφοδοτείται. Κάθε ποσότητα πρέπει να αυξηθεί σε σημείο που το «καλύτερα» να σημαίνει πάντα «περισσότερα».
Ένας που έχει πάντα περισσότερα, δεν θα έχει ποτέ αρκετά. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι αρχαίες ευρωπαϊκές θρησκείες συνεχώς προειδοποιούσαν για το πάθος για το χρήμα: Ο μύθος της Gullweig στην μυθολογία Νορβηγών, ο μύθος του Μίδα, το δαχτυλίδι του Πολυκράτη, το λυκόφως των θεών, όλα αυτά προέκυψαν από τις επιπτώσεις του πάθους για το χρήμα (η κατάρα του χρυσού του Ρήνου).
Ο Michael Winock έγραψε πριν από λίγα χρόνια ότι «διατρέχουμε τον κίνδυνο να δούμε το χρήμα και την οικονομική επιτυχία ως το μόνο πρότυπο κοινωνικού γοήτρου, το μοναδικό σκοπό της ζωής». Σε αυτό ακριβώς το σημείο βρισκόμαστε σήμερα. Η δεξιά ήταν για πολύ καιρό ο πιο αφοσιωμένος υπηρέτης του χρήματος. Η θεσμική αριστερά, με το πρόσχημα του «ρεαλισμού», ενστερνίστηκε τις αρχές της οικονομίας της αγοράς – δηλαδή, την φιλελεύθερη διαχείριση του κεφαλαίου. Η γλώσσα της οικονομίας έχει γίνει πανταχού παρούσα. Το χρήμα έχει γίνει υποχρεωτική ιεροτελεστία για όλες τις μορφές της επιθυμίας, που ικανοποιούνται περνώντας από την ταμειακή μηχανή. Αυτό το σύστημα των χρημάτων δεν θα διαρκέσει πολύ. Το χρήμα θα καταστραφεί από το χρήμα, με τον υπερπληθωρισμό, την πτώχευση και το υπερ–χρέος. Πιθανόν να αντιληφθούμε τότε ότι κάποιος είναι πλούσιος ανάλογα με αυτά που δίνει στους άλλους.
Alain de Benoist στο περιοδικό Elements, Ιανουάριος-Μάρτιος 2011