Οι γοργόνες κρύφτηκαν, οι Κένταυροι σιώπησαν, οι νεράιδες αποσύρθηκαν και οι Νύμφες δεν συνοδεύουν πλέον με το τραγούδι τους τούς αρχαίους θεούς.
Οι οδύνες του σύγχρονου ανθρώπου, όποια μορφή και αν παίρνουν αυτές, οι νευρώσεις του που τον εξουθενώνουν, οι αντιφάσεις του που τον συντρίβουν, τα αδιέξοδα που τον πνίγουν δεν αποτελούν παρά τα συμπτώματα, τις συνέπειες, δεν είναι η νόσος. Η αδυναμία -ή και η απροθυμία- του να κοιτάξει κατάματα την βαρβαρότητα και την χυδαιότητα, που του έχει επιβληθεί ως κανονικότητα, χωρίς υπεκφυγές και εξωραϊσμούς, είναι και το μαύρο πέπλο που τον οδηγεί μακριά από την αλήθεια, που του στερεί κάθε δυνατότητα και ελπίδα επανάκτησης αυτού που έχει οριστικά απωλέσει, το κενό εκείνο κομμάτι του εαυτού του που νοιώθει ότι τον αφήνει μισό, εν τέλει του Φωτός.
«Δύσκολα τα χρόνια τα παλιά, μα πόσο πιο όμορφα» είναι ο κοινός τόπος και η μόνιμη επωδός των μεγαλύτερων ηλικιών, στην αδιόρατη μα τόσο παρούσα νοσταλγία για μια εποχή που έχει περάσει ανεπιστρεπτί.
Η βιομηχανική επανάσταση, η επιστημονική εξέλιξη, τα τεχνολογικά επιτεύγματα μας παραδόθηκαν ως η φυσική συνέπεια μιας εξέλιξης που η θεωρητική της θεμελίωση είχαν φροντίσει να εδραιωθεί κάποια χρόνια νωρίτερα με την ατομοκεντρική Αναγέννηση και τον εγωκεντρικό Ουμανισμό.
Εχέγγυα για ένα «καλύτερο αύριο», υπόσχεση που, μέσα στο δόλιο αφήγημά της, είχε ως πρωταρχικό μέλημα, για την επικράτηση και την αποδοχή της, το να συγκαλύψει όσο πιο έντεχνα γινόταν το πραγματικό τίμημα που ο φυσικός άνθρωπος θα έπρεπε να πληρώσει, το αντίτιμο στην εξάλειψη του κόσμου όπως τον γνώριζε και τον βίωνε, Δον Κιχώτης στο απέλπιδο κυνήγι ανεμόμυλων, στο όνομα μιας χιμαιρικής «εξέλιξης».
Ήταν μόνο το κίνημα του -κυρίως του γερμανικού- Ιδεαλισμού και Ρομαντισμού που προείδε και αντιστάθηκε σε αυτήν την επερχόμενη λαίλαπα της ΑΠΟΜΑΓΕΥΣΗΣ, εκεί στα τέλη του 18ου και αρχές του 19ου αιώνα.
Ύψωσε μέσα από μεγάλες μορφές και το έργο τους την φωνή του ενάντια σε αυτήν την «ορθολογιστική» αφαίρεση, κατά της μηχανοποίησης του κόσμου, της ποσοτικοποίησης των πάντων, την αρρώστια του πολιτιστικού «εξορθολογισμού», την κατάφορη υποτίμηση κάθε τι μυστικιστικού και υπερβατικού. Σαν νοητική σύλληψη, ο όρος αποδίδεται στον τιτάνιο Φρειδερίκο Σίλλερ στο έργο του «Οι Θεοί της Ελλάδας». Αλλά και ο μέγιστος Μαξ Βέμπερ τον χρησιμοποιεί για να καυτηριάσει τον χαρακτήρα της «εκσυγχρονισμένης», γραφειοκρατικής, απόλυτα εκκοσμικευμένης δυτικής κοινωνίας, να στηλιτεύσει τον «νέο» κόσμο όπου η επιστημονική κατανόηση είναι πιο μεγάλης αξίας από την πίστη, όπου όλες οι διαδικασίες είναι προσανατολισμένες προς οικονομικούς στόχους, αποστερώντας έτσι από κάθε νόημα την νέα αποστειρωμένη πραγματικότητα. Σε αντίθεση με την παραδοσιακή κοινωνία για την οποία «ο κόσμος παρέμενε ένας μεγάλος μαγεμένος κήπος», γεμάτος μυστήριο και ομορφιά. (Ι. Πετρίτης). Τα πάντα οδηγούν σε ένα και μόνο επιτακτικό ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί: Πόσα κομμάτια σου θα χρειαστεί να ξοδέψεις πριν αποφασίσεις ότι σε αυτό το ψέμα δεν θα συμμετάσχεις, ότι αυτός ο κόσμος τους-φάρσα δεν σε αφορά;
Δ. Χριστοδούλου