Διανύουμε την περίοδο των μεγάλων εορτών της Χριστιανοσύνης και τα τουρκοκάναλα, πιστά στον ρόλο, τους μας βομβαρδίζουν με τούρκικα σήριαλ και χολιγουντιανές (φυσικά εβραϊκής έμπνευσης και χρηματοδότησης) παιδικές ταινίες– σκουπίδια, που δεν έχουν να προσφέρουν τίποτα στα μικρά Ελληνόπουλα πέραν από την αποχαύνωση, ώστε μεθαύριο να μπορούν να «καταπίνουν αμάσητα» όλα τα ψέματα της θολοκουλτουριάρικης προπαγάνδας τους και να γίνουν «καλοί ψηφοφόροι», άβουλοι υποστηρικτές αυτού του στρεβλού συστήματος διακυβέρνησης.
Ας αναμοχλεύσουμε λιγάκι τη μνήμη μας, εμείς οι λίγο μεγαλύτεροι, για να πάμε λίγο παλαιότερα, όχι τόσο παλιά, τότε που ο Αϊ Βασίλης ήταν μια πραγματικά άγια, άυλη, ισχνή μορφή, χωρίς να έχει καμία σχέση με αυτή τη ξενόφερτη καρικατούρα που μας επέβαλλε η Coca-Cola, μόλις πριν από λίγες δεκαετίες. Ας αναλογιστούμε την τελείως διαφορετική ατμόσφαιρα που υπήρχε στην χώρα μας στις αρχές της δεκαετίας του ’70, λίγο πριν, από την μάλλον κατ’ ευφημισμόν αποκαλούμενη «Δημοκρατία». Υπήρχαν Ελληνικά ήθη και έθιμα. Υπήρχαν παιδιά που έλεγαν τα κάλαντα, χωρίς τον φόβο να τα ληστέψει κάποιος λαθρομετανάστης. Υπήρχε ήθος και πνεύμα πραγματικής αγάπης, χωρίς να επιτίθενται με σιδηρολοστούς σε συνανθρώπους μας που μοιράζουν τρόφιμα, μόνο και μόνο επειδή τα μοιράζουν στους Έλληνες και όχι σε αυτόν τον αλλοεθνή συρφετό που μας κουβάλησαν οι οπαδοί της πολυπολιτισμικότητας. Οι άνθρωποι δεν έτρεχαν σαν αφιονισμένοι να ψωνίσουν ή να εξοικονομήσουν λίγα χρήματα για να πάνε «ένα πιάτο φαΐ» στην οικογένειά τους, ναι τα Χριστούγεννα είναι και δώρα αγάπης, δεν είναι όμως η θεοποίηση του χρήματος, όπως έντεχνα μας επιβάλλουν οι οπαδοί του Μαμωνά. Οι οικογένειες μαζεύονταν γύρω από το γιορτινό τραπέζι και έτσι ενδυναμώνονταν οι δεσμοί μεταξύ των μελών της οικογένειας, που τώρα προσπαθούν με κάθε τρόπο να διαλύσουν. Σ’ αυτά τα υπέροχα Χριστουγεννιάτικα τραπέζια, οι νεώτεροι άκουγαν σοφές διδαχές από τους μεγαλύτερους, μάθαιναν την ιστορία μας, μάθαιναν τα έθιμά μας, μάθαιναν να σέβονται τους ηλικιωμένους και όχι να τους ληστεύουν για λίγα ευρώ. Οι νοικοκυραίοι στόλιζαν τα σπίτια τους και σχεδίαζαν πως θα περάσουν τις ημέρες των Χριστουγέννων καλύτερα, ενώ σήμερα καταστρώνει το Υπουργείο ΠΡΟ-ΠΟ σχέδια για το πώς θα αντιμετωπίσει τους κουκουλοφόρους αριστεριστές, που καίνε την Αθήνα παραμονές Χριστουγέννων «εις μνήμη του Γρηγορόπουλου». Αλήθεια τι έγιναν οι χιλιάδες Έλληνες ήρωες, που πρέπει να τιμούμε και να θυμόμαστε, οι οποίοι τουλάχιστον εκούσια θυσιάστηκαν για τα υψηλά ιδανικά του Ελληνισμού και δεν σκοτώθηκαν ακούσια από μια κακοτυχία και την εγκληματική (αν θέλετε) βλακεία κάποιου αστυνομικού.
Η συγκινητική ιστορία μιας τέτοιας Ελληνίδας ηρωίδας, της Ευτυχίας Καλύβα, είναι απόλυτα συμβατή με το πνεύμα των ημερών, της θυσίας και της ανιδιοτελούς αγάπης που πρέπει να προσφέρουμε στους συνανθρώπους μας. Αν και στους περισσότερους η αληθινή αυτή ιστορία είναι γνωστή, αισθάνομαι την ανάγκη να την παραθέσω αυτούσια όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Εστία το 1948 με την γραφίδα του Κωνσταντίνου Τσάτσου, που για μια ακόμη φορά αποδεικνύει ότι: «η γραφίς και η οβίς είναι φτιαγμένες από το ίδιο μέταλλο, μόνο που της γραφίδος είναι περισσότερο σκληρό»
“Τούτο το επεισόδιο είναι πέρα ως πέρα αληθινό. Το γράφω σαν ένα κομμάτι της σύγχρονης Ελληνικής ιστορίας. Για να το διαβάσουν οι ποιηταί και να το τραγουδήσουν. Για να το διαβάσουν οι πολιτικοί και να εμπνευσθούν. Για να το διαβάσουν οι δυσφημισταί και ν’ άνέβητο ερύθημα στο πρόσωπο τους. Για να διάβαση ό λαός μας όλος και να αναγνώριση τον καλύτερο εαυτό του.
Αυτά συνέβησαν στο Καλεσμένο. Είναι ένα μικρό χωριό, κρυμμένο σε μια βαθιά λαγκάδα των Ευρυτανικών βουνών, λίγες ώρες έξω από το Καρπενήσι. Φτωχό αλλά ευτυχισμένο άλλοτε χωριουδάκι, με τούς δύο τους σκόρπιους μαχαλάδες, φημισμένο για τα σύκα του.
Ένα βράδυ, εδώ και λίγες μέρες, μόλις σκοτείνιαζε, οι συμμορίτες ζώσαν το χωριό και μπήκαν στα σπίτια για ν’ αρπάξουν ότι βρουν, τρόφιμα, ζώα, γυναίκες και προπαντός παιδιά. Γέμισε ή λαγκαδιά από βογγητά, από ουρλιάσματα και ντουφεκιές. Έπεφτε ξύλο αλύπητο. Στην αρχή τού κάτω μαχαλά κατοικούσε ή Ευτυχία Καλύβα, ορφανή κοπελλίτσα δεκαέξη χρονών, με τα δυό αδελφάκια της, το ένα οκτώ και το άλλο ένδεκα χρονών. Ό πατέρας, εύζωνας. Ρουμελιώτης, είχε σκοτωθή στό Αλβανικό. Ή μητέρα είχε πεθάνει στην κατοχή από την πείνα. Το λίγο ψωμί πού της είχε μείνει το μοίρασε στα παιδιά της ένα πρωί, τα βλόγησε και έσβησε. Ή Ευτυχία άκουσε τον χαλασμό πού γινότανε πιο πέρα και κατάλαβε. Οι συμμορίτες ζύγωναν, από στιγμή σε στιγμή θα έφθαναν. Ξύπνησε τα παιδιά, τα σκέπασε με ότι είχε και μισόντυτη κι αυτή όπως βρέθηκε εκείνην την ώρα, φύγαν μαζί μέσ’ το σκοτάδι. Ήξερε βέβαια τα μονοπάτια. Αλλά ήταν χιόνι ένα μπόι. όπως είναι σ’ εκείνα τα μέρη. Ό δρόμος κλειστός από τον εχθρό. Έπρεπε να πάρη έναν κατσικόδρομο.
Όταν βγήκε στό ψήλωμα, το χιόνι ήταν τόσο ψηλό, πού τα δυό αδερφάκια δεν μπορούσαν να προχωρήσουν. Τότε μπήκε μπρος αυτή και με το στήθος της άνοιξε δρόμο. Βήμα με βήμα πάλευε για να περπατήσουν τα μικρά. Όλη τη νύχτα προχωρούσε έτσι παλεύοντας. Αν ήθελε να σωθή μοναχή της θα σώζονταν εύκολα. Αλλά οι λησταί δεν αρπάξανε εκείνη τη νύχτα στο Καλεσμένο μόνο είκοσι-δυό κοπέλλες. Μάζευαν και παιδιά. Και ήταν Ρουμελιώτισσα, εκατοντάδων γενεών Ελληνοπούλα. Επάλευε στήθος με στήθος με το χιόνι, με τον εχθρό, με την μοίρα, για να σώση την κληρονομιά την μοναδική τού εύζωνα της Αλβανίας, τα δυό αδερφάκια της. Βιαζόταν. Ήταν κυνηγημένη. Έπρεπε πριν ξημερώση να φθάση ως τα μέρη πού φύλαγε ό στρατός μας.
Τα αχνάρια της στό χιόνι ήταν κατακόκκινα. Στα στουρνάρια, στ’ αγκάθια, στ’ αγριοκλώναρα είχαν ξεσχισθή τα πόδια της, τα χέρια της τα στήθη της. Δεν ήταν γκρατσουνίσματα. ήταν πληγές. Έπρεπε όμως να προχώρηση. Τα παιδάκια δεν θα άντεχαν περισσότερο μέσα στό χιόνι, θα πέθαιναν. Τραβούσε λοιπόν παλεύοντας μέσ’ στό σκοτάδι. Ίσως να μη καταλάβαινε πόσο πονούσε. Αλλά τα μικρά τ’ αδερφάκια της θυμούνται τώρα το λαχάνισμά της και το αίμα της μέσα στό χιόνι.
Χάραζε μόλις, όταν έφθασε στό πρώτο στρατιωτικό φυλάκιο έξω από το Καρπενήσι. Με τα όπλα έτοιμα πετιούνται οι φαντάροι μας να δουν ποιος φτάνει. «Μη βαράτε», λέει μια παιδική φωνή. Σε λίγο ήταν εκεί μπροστά τους μαζί με τα δυό αδερφάκια της.
Τα παιδιά! λέει στους φαντάρους πού έβλεπαν τα κουρελιασμένα ρούχα, το μισόγυμνο κορμί της όλο αίματα. Τα παιδιά!
Άλλο τίποτα δεν είπε. Σωριάστηκε χάμω και ξεψύχησε. Όταν το ξάπλωσαν, χάμω στα σανίδια, μέσα στό φυλάκιο, το ωραίο κορμάκι των δεκαέξη χρονών, ήταν ολόκληρο μια πληγή. Τα δυό μικρά τα συνέφεραν και βρίσκονται τώρα στό αναρρωτήριο τού Ερυθρού Σταυρού στό Καρπενήσι. Όποιος δεν πιστεύει ας πάη να τα δη και να ρωτήση.
Σύρε στό καλό Ευτυχία Καλύβα. Ότι θέλησες όλη εκείνη την τρομερή νύχτα θα γίνη. Τ’ αδέρφια σου θα ζήσουνε και θάνε και αδέρφια όλων μας. Και ή παρθενιά σου θα μείνη κι αυτή αμόλυντη σαν το χιόνι πού χάραξες με το αίμα σου. Και αν δεν αρραβωνιαστής πια το όμορφο παλληκάρι τού χωριού, θα είσαι ή αρραβωνιαστικιά της Νίκης. Και αν δεν στολίσης πια με τα μυριστικά την αυλή τού φτωχικού σου, θα στολίζης στους αιώνες την ιστορία της Ελλάδος. Με την Αντιγόνη, με την Ηλέκτρα θα την στολίζης. Ιερή αδερφή. Με τις Μεσολογγιτοπούλες, με τις Σουλιώτισσες, με της Πίνδου τις γυναίκες θα τη στολίζης Ρουμελιώτισσα λεβέντισσα Ελληνοπούλα. Σύρε στό καλό Ευτυχία Καλύβα.”
Η Ευτυχία Καλύβα θυσιάσθηκε για να μην πέσουν τα αδέλφια της στα νύχια του Στάλιν, του Τσαουσέσκο, του Τίτο, του Χότζα, του Δημητρώφ κλπ. Όμως οι οπαδοί όλων αυτών των κουμουνιστών σφαγέων σήμερα προσπαθούν να παραχαράξουν την ιστορία, προσπαθούν να ξεχάσουμε την Ευτυχία Καλύβα, έχουν αλλοιώσει τα πάντα, παιδεία, ψυχαγωγία, αθλητισμό (φαινόμενο Παπαχρήστου) κλπ, θέλουν να αλώσουν τη ζωή μας. Θέλουν, με την ανοχή ή και βοήθεια της αποκαλούμενης «δεξιάς» να μας δείξουν μια παραμορφωμένη εικόνα, σαν αυτή του μύθου του σπηλαίου του Πλάτωνα.
Τολμά και μιλά για πατριωτισμό η παράταξη που δεν τόλμησε ν’ αγγίξει τον νόμο ‘’Ραγκούση’’, που δεν τόλμησε να τα βάλει με τους κουκουλοφόρους όταν κάνουν αντισυγκεντρώσεις υπέρ της «Δημοκρατίας»(!) σε κάθε εκδήλωση των Ελλήνων Εθνικιστών. Τόλμησε όμως (η Κυβέρνηση Καραμανλή) να διατάξει να κυματίζουν μεσίστιες οι Σημαίες σε όλα τα Ελληνικά στρατόπεδα την ημέρα της κηδείας του καπετάν Γιώτη. Απορώ πως με το ίδιο σκεπτικό δεν ζητά από τους Βούλγαρους να ονομάσουν την κεντρική πλατεία της Σόφιας ‘’Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου’’
ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΛΛΑΔΑ ΠΟΥ ΝΑ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ!
Φλόγα του Ταινάρου