Μέρος 1
Ο Ρενέ Ζαν Μαρί Ζοζέφ Γκενόν (René Jean Marie Joseph Guénon) γνωστότερος απλώς ως Ρενέ Γκενόν, γεννηθείς το 1886 στο Μπλουά, της Γαλλίας, απέθανε την 7η Ιανουαρίου 1951 στο Κάϊρον της Αιγύπτου. Ήταν γνωστός και ως Σεΐχης Αμπντούλ-Ουάχιντ Γιάχγια (το όνομα που χρησιμοποιούσε αφότου ησπάσθη το Ισλάμ). Υπήρξε ένας σπουδαίος Γάλλος στοχαστής και συγγραφεύς. Εγεννήθη σε μια παραδοσιακή καθολική οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν αρχιτέκτων. Κατά την περίοδο των νεανικών του χρόνων (1905-1912) εντυπωσιάσθηκε τα μάλα από τις εσωτεριστικές και αποκρυφιστικές οργανώσεις, από τον ελευθεροτεκτονισμό, καθώς και από τον γνωστικισμό.
Θεωρείται ότι ήταν ο ιδρυτής της Παραδοσιακής σχολής, αφιέρωσε δε τα πρώτα έτη της ζωής του στην μελέτη των μαθηματικών και της φιλοσοφίας. Μετέβη στο Παρίσι το 1906, όπου διατηρούσε τακτικές επαφές με διάφορες πνευματικές και αποκρυφιστικές ομάδες. Το 1909, επεξεργάσθηκε λεπτομερώς και εδημοσίευσε μία περιοδική επιθεώρηση με τίτλον «Η Γνώσις» («La Gnose») για την οποίαν έγραψε διάφορα δοκίμια και ανασκοπήσεις σχετικώς με την πνευματικότητα και τον εσωτερισμό. Το 1910 συνηντήθη με τον διάσημο Γαλλο-Σουηδό ζωγράφο και Σούφι Ιβάν – Γκούσταφ Ακουελί ή Αγκέλι (1869 –1917), ο οποίος την εποχήν εκείνη ησπάσθη το Ισλάμ και έλαβε το όνομα Σεΐχης Αμπντ-ελ –Χάντι. Ο Γκενόν εμυήθη στον Σουφισμό το 1912 και έγινε Μουσουλμάνος, λαμβάνων το προαναφερθέν όνομα.
Ετελείωσε την πανεπιστημιακή του εκπαίδευση το 1916 με μιαν διατριβή έχουσα τίτλο «Ο Λάϊμπνιτς και ο απειροστικός λογισμός». Το ίδιον έτος συνηντήθη με τον φιλόσοφο Ζακ Μαριταίν (1882 – 1973), έναν από τους σημαντικοτέρους καθολικούς στοχαστές του 20ου αιώνος. Το 1921, προετοίμασε την διδακτορική του διατριβή υπό τον τίτλον «Γενική Εισαγωγή στη Μελέτη των Ινδουιστικών Δογμάτων». Η διατριβή του απερρίφθη από την διδακτορική επιτροπή, πράγμα που τον οδήγησε στην περιστασιακή εγκατάλειψη του πανεπιστημίου το 1923. Η διατριβή εδημοσιεύθη αργότερον ως βιβλίον με τον ίδιον τίτλο. Το 1924, εδημοσίευσε το «Ανατολή και Δύση», ένα από τα σημαντικότερα έργα του σχετικώς με την συγκριτική φιλοσοφία και την πνευματικότητα. Ηκολούθησεν «Η Κρίση του Συγχρόνου Κόσμου» (1927) – ίσως το διασημότερο και πλέον διαδεδομένο βιβλίο του.
Ένα χρόνο μετά την δημοσίευση της «Κρίσεως του συγχρόνου κόσμου», απέθανε η σύζυγος του. Το 1930 μετέβη στην Αίγυπτο ως μέρος ενός προσχεδιασμένου έργου για την μελέτη και δημοσίευση ορισμένων σουφικών κειμένων. Έκτοτε δεν έφυγε πλέον από την Αίγυπτο. Το 1934 ενυμφεύθη την Φατίμα, κόρη του Σούφι Σεΐχη Μουχάμαντ Ιμπραχήμ και εγκατεστάθη σε μιαν οικία εγγύς του περιβοήτου ισλαμικού Πανεπιστημίου Αλ Αζχάρ (Γκάμετ Αλ-Αζχάρ, κυριολεκτικώς «Λαμπρό Πανεπιστήμιον», ιδρύθηκε το 970μ.Χ. στο Κάϊρον. Είναι το κύριον κέντρο της αραβικής λογοτεχνίας και της αραβικής σουνιτικής ισλαμικής εκπαιδεύσεως στον κόσμο).
Εκεί είχε τακτικές επαφές με τον Αμπντ αλ Χαλίμ Μαχμούντ, τον διάσημο πρόεδρο του ιδρύματος και μελετητή του Σουφισμού. Αν και ο Γκενόν εδέχθη περιστασιακές επισκέψεις από μέλη της παραδοσιακής σχολής [όπως ο Γερμανοελβετός παραδοσιοκράτης εσωτεριστής και συγγραφεύς Τίτους Μπούρκχαρτ ή Ιμπραχήμ ιζ αλ Ντίν (1908-1984), ο επίσης Γερμανοελβετός Φρίτγιοφ Σουόν ή Ίσα Νουρ αλ Ντιν, Σούφι, μεταφυσικός φιλόσοφος και ινδολόγος (1907-1998) και ο Βρετανός μεταφυσικός φιλόσοφος και σπουδαίος σαιξπηριστής φιλόλογος Μάρτιν Λινγκς ή Αμπού Μπακρ Σιράτζ αντ Ντιν (1909-2005)], παρέμεινε σε μεγάλον βαθμό απομονωμένος κατά την διάρκεια όλων των ετών στην Αίγυπτο, φοβούμενος κατά πολύ αποκρυφιστική – ψυχική επίθεση και συνάμα εργαζόμενος στα μεγάλα βιβλία και άρθρα του. Προς το τέλος της ζωής του, η κακή υγεία του Γκενόν, που τον συνόδευε καθ’ όλην την διάρκεια της ζωής του, επεδεινώθη περαιτέρω και οδήγησε στον θάνατό του στις 7 Ιανουαρίου 1951.
Τα συγγράμματα του καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα θεμάτων από την μεταφυσική και τον συμβολισμό έως την κριτική του συγχρόνου κόσμου και την παρουσίαση των παραδοσιακών επιστημών. Ένα από τα σταθερά θέματα του κυρίως σώματος του έργου του είναι η έντονη αντίθεση μεταξύ της παραδοσιακής κοσμοθεωρίας (την οποία μοιράζονται διάφορες θρησκείες του κόσμου) και του «μοντερνισμού», τον οποίον θεωρούσε ως σκοτεινή και πονηρή ανωμαλία στην ιστορία της ανθρωπότητος. Τα γραπτά του αφιερωμένα στην κριτική του μοντερνισμού και του συγχρόνου κόσμου περιέχουν μερικές από τις βαθύτερες και διαρκείς αναλύσεις του συγχρόνου κόσμου αλλά και των φιλοσοφικών του προοπτικών. «Η Ανατολή και η Δύση» και «Η Κρίση του Συγχρόνου Κόσμου», που εδημοσιεύθησαν στο πρώτον ήμισυ του 20ου αιώνος, εξακολουθούν να διαβάζονται σήμερον και έχουν μεταφρασθεί σε διάφορες γλώσσες. Εκτός από αυτά τα δύο βιβλία, που αφιερώνονται αποκλειστικώς στην κριτική του συγχρόνου κόσμου από την παραδοσιακή άποψη, τα άλλα γραπτά του Γκενόν περιέχουν πολλές αναφορές στις μεταφυσικές και φιλοσοφικές παρερμηνείες που επικρατούν (από ημιμάθεια, άγνοια ή σκοπούμενο δόλο) στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες.
Το δεύτερον μέρος του κυρίως συγγραφικού κορμού του Γκενόν ασχολείται με τα παραδοσιακά δόγματα και σε αυτά του τα έργα ο Γκενόν επιχειρεί να αναβιώσει παραδοσιακές έννοιες και επιστήμες, οι οποίες είτε ηγνοήθησαν είτε εχάθησαν με την άνοδο και επιβολή της συγχρόνου φιλοσοφίας. Τέτοιες εργασίες του όπως η «Εξουσία της Ποσότητος και τα Σημεία των Καιρών», οι «Πολλαπλές Καταστάσεις του Όντος» και τα «Θεμελιώδη Σύμβολα της Ιεράς Επιστήμης» είναι αφιερωμένες στην αναβίωση των παραδοσιακών δογμάτων και έχουν συμβάλλει τα μάλιστα στην άνοδο και εξάπλωση της Παραδοσιακής Σχολής, που εκπροσωπείται από τέτοιες σπουδαίες προσωπικότητες όπως οι προαναφερθέντες Σουόν, Λινγκς, και Μπούρκχαρτ, αλλά και οι Ανάντα Κέντις Μούθου Κουμαρασβάμι (Κεϋλανός ιστορικός της τέχνης και μεταφυσικός φιλόσοφος, 1877-1947), Μάρκος-Αλέξανδρος Πάλης (Ελληνοβρετανός θιβετανιστής λόγιος, συγγραφεύς και διεθνής ορειβάτης,1895 –1989) και ο Ιρανός καθηγητής ισλαμικών σπουδών και φιλόσοφος Χοσεΐν Νασρ (γέννηση 1933). Εκτός από αυτά τα ζητήματα, μερικά από τα γραπτά του Γκενόν ασχολούνται με ορισμένα θέματα και συγκεκριμένες θρησκευτικές παραδόσεις, που έχουν γραφεί από την ίδια άποψη της παραδοσιακής μεταφυσικής και του εσωτερισμού. Από αυτήν την κατηγορία των γραπτών, ημπορούμε να αναφέρουμε τον «Συμβολισμό του σταυρού», τον «Άνθρωπο και το Γίγνεσθαί του συμφώνως προς την Βεδάντα», την «Εισαγωγή στην Μελέτη των Ινδουιστικών Δογμάτων» και την «Μεγάλη Τριάδα».
Η άποψη του Γκενόν για την επιστήμη αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της προσπαθείας του να αναβιώσει την παραδοσιακή κοσμοθεωρία και δεν ημπορεί να γίνει ορθώς κατανοητή, εάν εξετασθεί προχείρως και μεμονωμένη από το γενικό πλαίσιον που υιοθετεί σε όλα τα έργα του. Η ουσία των μεταφυσικών απόψεων του Γκενόν ευρίσκεται επίσης στην καρδία της Παραδοσιακής σχολής: Η αρχέγονος και αιωνία αλήθεια, η οποία εκδηλούται σε μια ποικιλία θρησκευτικών παραδόσεων και μεταφυσικών συστημάτων, εχάθη στον σύγχρονο κόσμο. Οι «μοντερνιστές» επιδιώκουν να μειώσουν όλες τις υψηλότερες αρχές και τα ανώτερα επίπεδα της πραγματικότητος με τον περιορισμόν και την αναγωγή τους στην αναγκαστικήν εκδήλωσή τους στον κόσμο της πολλαπλότητος και της σχετικής –όχι απολύτου και αληθούς- υπάρξεως. Η σύγχρονη φιλοσοφία το επιτελεί μειώνουσα τα πάντα αντιστοίχως προς τον στενόν ατομικόν ορίζοντα του θέματος και υποβιβάζουσα την αντικειμενική πραγματικότητα στις εκτενείς συλλογιστικές κατασκευές του εκάστοτε διερευνούντος υποκειμένου.
Στον τομέα των φυσικών επιστημών, ο θετικισμός και οι επιστημονικοί σύμμαχοί του απορρίπτουν ομοίως κάθε πραγματικότητα που ευρίσκεται πέραν από την προσιτότητά τους και την μηχανοποιημένη εξέταση της ποσοτικής μετρήσεως των φυσικών επιστημών. Στον κοινωνικό χώρο, οι ηθικές και αισθητικές αρχές αφήνονται στις αυθαίρετες και συναινετικές αποφάσεις της πλειοψηφίας, θέτουσες έτσι σε κίνδυνο την αντικειμενική πραγματικότητα της αληθείας. Για τον Γκενόν, η κακουχία του συγχρόνου κόσμου είναι απότοκος της αμειλίκτου αρνήσεως του μεταφυσικού χώρου, ενώ ο μεταφυσικός κόσμος αποτελείται από την αληθή φιλοσοφία και την πνευματικότητα. Ο Γκενόν βλέπει τα πάντα στον κόσμο της δημιουργίας ως εφαρμογή και εκδήλωση των μεταφυσικών αρχών, οι οποίες περιέχονται στις αιώνιες διδασκαλίες των θρησκειών και αυτές εφαρμόζει σε κάθε θέμα στο οποίον εγκύπτει με τα έργα του. Τόσον η αξία των παραδοσιακών επιστημών της φύσεως όσον και οι λανθασμένες διεκδικήσεις της συγχρόνου κοσμικής επιστήμης κρίνονται αναλόγως με την εγγύτητα ή την απόστασή τους από αυτές τις αρχές. Υπ’ αυτήν την έννοια, ο Γκενόν είναι ο «κατ’ εξοχήν μεταφυσικός», ο οποίος έχει αφιερώσει την ζωή του στην διάγνωση και στην διόρθωση των μεταφυσικών λαθών του συγχρόνου κόσμου.
Όσον αφορά στα γραπτά του Γκενόν για την επιστήμη, ημπορούμε να εφαρμόσουμε την προαναφερθείσα διπλή διάκριση και να αναλύσουμε τις απόψεις του σε δύο ευρείες κατηγορίες. Ενώ η πρώτη κατηγορία γραπτών αφορά στην κριτική ανάλυση της συγχρόνου επιστήμης και της φιλοσοφικής της απόψεως, η δευτέρα ομάς γραπτών ασχολείται με τις παραδοσιακές επιστήμες της φύσεως, όπως η κοσμολογία, η αλχημεία, η φιλοσοφία των αριθμών και η επιστήμη της ψυχής, τις οποίες ο Γκενόν εξηγεί ως πολυάριθμες εφαρμογές των μεταφυσικών αρχών «στον τομέα του σχετικού και του φυσικού».
Για να τονίσει τη βαθεία αντίθεση ανάμεσα στις παραδοσιακές και στις σύγχρονες επιστήμες, ο Γκενόν αποκαλεί τις πρώτες «ιερά επιστήμη» και τις τελευταίες «κοσμική – βλάσφημο επιστήμη» («Η κρίση του συγχρόνου κόσμου», σελίδες 37, 47). Η ιερά επιστήμη, η οποία, στο συγκεκριμένο αυτό πλαίσιο, είναι συνώνυμος με την παραδοσιακή επιστήμη, βασίζεται, αφ’ ενός, στην «πνευματική διαίσθηση» και αφ’ ετέρου στην αποδοχή της ιεραρχίας της υπάρξεως. Για τον Γκενόν, η διανοητική διαίσθηση, που ευρίσκεται στα θεμέλια των παραδοσιακών κοινωνιών, προηγείται της μακροσκελούς διδακτικής γνώσεως, επειδή συνδέεται αμέσως με την γνώση του Απολύτου. Το σχετικό πεδίον είναι ο τομεύς των φυσικών επιστημών και οι εφαρμογές τους με την μορφή διαφόρων ποσοτικών μεθόδων και τεχνολογίας, δεν πρέπει μεν να αμφισβητούνται, αλλά να οφείλουμε να τοποθετηθούν στην κατάλληλο θέση τους, στην μεγάλη άλυσο της υπάρξεως. Οι επιστήμες της φύσεως ασχολούνται με ζητήματα σχετικά προς την συνολική οικονομία των πραγμάτων και από αυτήν την άποψη αφορούν στον κόσμο της πολλαπλότητος. Αυτό εξηγεί, συμφώνως προς τον Γκενόν, την ύπαρξη διαφόρων παραδοσιακών επιστημών που εμφανίζουν σημαντικές διαφορές στην μορφή και στην γλώσσα από τον έναν παραδοσιακό πολιτισμό στον άλλο, αλλά παραμένουν οι ίδιες στην ουσία και στην αρχή τους. Όταν ερμηνεύονται ως πολυδιάστατες προσαρμογές και «απεικονίσεις» μεταφυσικών αρχών στον χώρο της ενσωμάτου υπάρξεως, τα παραδοσιακά κοσμολογικά και επιστημονικά συστήματα που χρησιμοποιούν διαφορετικές μεθοδολογίες και γλώσσες εντός και μεταξύ των πολιτισμών καθίστανται απολύτως αρμονικά, δικαιολογημένα και συγγενή.
Επομένως, για την κατανόηση της αντιλήψεως του Γκενόν περί επιστήμης, δεν ημπορούμε να τονίσουμε υπερβολικώς την σημασία της σχέσεως μεταξύ της Αρχής και των εκάστοτε προσαρμογών της. Για τον Γκενόν, η μεταφυσική μελετά την Αρχή και παρέχει βασικές γνώσεις, ενώ οι επιστήμες της φύσεως διερευνούν την γηίνη, σχετική και πολυεπίπεδο εκδήλωσή της Αρχής μέσα στον Κόσμο. Οι επιστημονικές θεωρίες, ακόμα και όταν δηλώνονται ως εμπειρικώς καθιερωμένες και καθολικές αλήθειες, δεν ημπορούν να λειτουργήσουν ως υποκατάστατα των ανωτέρων αρχών, αλλά μόνον ως περαιτέρω επιβεβαιώσεις των αρχών, (των οποίων είναι απλώς εφαρμογές). Από αυτήν την άποψη, η μεταφυσική, όπως είπεν ο Αριστοτέλης, είναι η επιστήμη όλων των επιστημών, δηλαδή η γνώση που παρέχει ένα συνολικό πλαίσιο για όλες τις άλλες μορφές γνώσεως, είτε βασίζεται στην θεωρία είτε στην πράξη. Συνεπώς, η μεταφυσική συνδέει όλους τους κλάδους και τις μορφές γνώσεως, παρέχουσα ένα πλαίσιον αναφοράς, μέσα στο οποίον λειτουργούν οι φυσικές επιστήμες.
Για να φέρει αυτό το ζήτημα ένα βήμα μακρότερον, ο Γκενόν αντιστρέφει την σχέση ανάμεσα στην θεωρία και στο πείραμα και δίδει προτεραιότητα στις αποκαλούμενες «προκαταληπτικές ιδέες» – χρησιμοποιεί μιαν άποψη εγγύτατα στην έννοια του «παραδείγματος» του Τόμας Κουν (1922-1996), ενός Αμερικανού κβαντικού φυσικού που επηρέασε κατά πολύ την επιστημολογία του 20ου αιώνος. Ο Κουν εδήλωνε πως οι επιστημονικές αντιλήψεις μιας περιόδου συνδέονται αρρήκτως με μια συγκεκριμένη παράδοση επιστημονικής πρακτικής. Το πλαίσιον εντός του οποίου αναπτύσσεται κάθε φορά η επιστήμη, καθώς και το υπόδειγμα που ακολουθεί αυτή, το ονόμασε «Παράδειγμα». [Αυτό είναι το δομικό στοιχείο της θεωρίας του, αποτελείται δε από τις γενικές θεωρητικές παραδοχές, τους νόμους και τις τεχνικές «εφαρμογής παραδοχών και νόμων» που αναγνωρίζονται και υιοθετούνται από τα μέλη μιας συγκεκριμένης επιστημονικής κοινότητος. Το παράδειγμα είναι πολύ ευρύτερον από μιαν απλή θεωρία. Παραδείγματα ημπορούν να θεωρηθούν η αριστοτελική φυσική φιλοσοφία, η πτολεμαϊκή αστρονομία, η νευτώνειος μηχανική, ο κλασικός ηλεκτρομαγνητισμός. Ο Κουν παρετήρησεν ότι οι παραδοσιακές αντιλήψεις περί επιστήμης (όπως οι επαγωγικές ή διαψευσιοκρατικές αντιλήψεις) αδυνατούν να περιγράψουν και να εξηγήσουν τα ιστορικά δεδομένα. Ένεκα τούτου ετοποθέτησε τα επιστημονικά γεγονότα στο ιστορικό τους πλαίσιο και με κύριο εργαλείο την ιστορία των επιστημών και την κοινωνιολογία προσεπάθησε να ερμηνεύσει την επιστημονική εξέλιξη].
Α. Κωνσταντίνου
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/enimerosi/view/mnhmh-enos-kosmikou-stochasth#ixzz5bvj83pB0