> Έντεοι τουρ αμέρε οράκαμε ταν ατσιά καταστροφή
> π´ενάτθε τθα Χώρα νάμου, το κακό π´επαθήκαϊ οι τζέλε, οι αθροίποι, τα ζωντανά, τα ματζία, οι χούρε τζαι οι τόποι, από του πλημμύρε, τζαι να μο κιάτζε ατσιά στεναχώζια.
Οι κάμποι ενάτθαϊ λήμνε τζαι θάσσε από το περσέ ύο
πφ´ενέτζε ο τζαιρέ, τζαι οι αθροίποι ουγκιαϊ πορούντε να μπαΐωϊ τάτσου από του τζέλε σου, τζ´ερέσταϊ πριτθοί οι κακόμεροι όρπα τάσου.
Σα οράκα του καμπίσε χώρε Τάσου τθου θάσσε,
εκάνε τθο μαλε μι ένα ποίμα του Ηπειρώτα ποιητή του Κωσταγκή Κρυστάλλη πφι ν´ήγκιαϊ αούντε ποιητή: «του σίνα τζαι τα κατούνα». γιατσί έκι αγαπού περσιού τα ζωή τάνου τθου σίνοι.
Ο Κρυστάλλη ένι έχου γραφτέ εντενη το στίχο: «Τάνου τθου σίνοι άρε μι, τσί θα μι φάει ο κάμπο».
Σάμερε οι Έλληνε είνει φυτθοί από τα όζεινά, παρατήκαϊ του τζέλε, του χούρε, τα ματζία του τζαι του κατούνε τζαι κχαμπάκαϊ τθα χειμαδία τζαι τάσου τθου κάμποι, μόνιμοι.
Ξεχάκαϊ ότσι οι σίνοι ούνι κχουντούκχουντε το περσιού ύο, είνι κίντε όσιου προμπίωϊ, τζαί του «κχιαούα τζαί ποταμό»(έτρου ήγκιαϊ αούντε οι παλαιοί το περσέ βρέχο),
σ´είνι απολύντε τθα ρυάτζα τζαι τα ρυάτζα σ´είνι αποσούκχουντα τθου κάμποι τζαι τθα θάσσα.
Οι παλαιοί ήγκιαϊ κχαμπέντε το χειμωνικό τθα χειμαδία μα ήγκιαϊ φκιάντε του τζέλε τζαι τα ματζία σου, τάνου σε μιτσοί σίνοι τθαν άκρα του κάμπου, γιατσί ήγκιαϊ φοζουμένοι του πλημμύρε.
Σάμερε έμε χκίζουντε του τζέλε τζαι τα ματζία
τάσου τθου κάμποι, οπά π´ένι ποίου βόλτε ο …..Χάρο.
Μακάζι το πάθημα να ναθεί μάθημα τζαι να μη ναθεί άβα βοά έγκι το κακό.
> Νικόα Σκαντζιό του Λία τζαι τα Ερήνη Βάσσιου, Κοκανιώτα
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
«ΠΑΡΕ ΜΕ ΑΠΑΝΟΥ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΙ ΘΑ ΜΕ ΦΑΕΙ Ο ΚΑΜΠΟΣ»
Αυτές τις ημέρες είδαμε την μεγάλη καταστροφή που έγινε στη χώρα μας, το κακό που έπαθαν οι άνθρωποι, τα σπίτια τα ζωντανά τα μαντριά τα χωράφια και οι τόποι, από τις πλημμύρες και μας έπιασε μεγάλη στεναχώρια.
Οι κάμποι έγιναν λίμνες και θάλασσες, από το πολύ νερό που έφερε ο καιρός και οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να βγουν έξω από τα σπίτια τους και βρέθηκαν πνιγμένοι οι κακόμοιροι μέσα σ´αυτά.
Όταν είδα τα καμπίσια χωριά μέσα σε θάλασσες, ήρθε στο μυαλό μου ένα ποίημα του Ηπειρώτη ποιητή του Κώστα Κρυστάλλη που τον λέγανε ποιητή «του βουνού και της στάνης», γιατί αγαπούσε πολύ τη ζωή πάνω στα βουνά.
Ο Κρυστάλλης έχει γράψει αυτόν το στίχο: «πάρε με απάνω στα βουνά τι θα με φάει ο κάμπος»
Σήμερα οι Έλληνες έχουν φύγει από τα ορεινά, παράτησαν τα σπίτια, τα χωράφια τα μαντριά και τις στάνες και κατέβηκαν στά χειμαδιά και μέσα στους κάμπους μόνιμα.
Ξέχασαν ότι τα βουνά δεν κρατάνε το πολύ νερό, πίνουν όσο προλάβουν και τα: «σταγόνα και ποταμός» (έτσι έλεγαν οι παλαιοί το νερό από την πολλή βροχή), τα στέλνουν στα ρέματα και τα ρέματα τα πηγαίνουν στους κάμπους και στη θάλασσα.
Οι παλαιοί κατέβαιναν τον χειμώνα στα χειμαδιά, μα έφτιαχναν τα σπίτια και τα μαντριά τους πάνω σε μικρούς λόφους, στην άκρη του κάμπου γιατί φοβόντουσαν τις πλημμύρες.
Σήμερα χτίζουμε τα σπίτια και τα μαντριά μέσα στους κάμπους, εκεί όπου κάνει βόλτες ο … Χάρος !
Μακάρι το πάθημα να γίνει μάθημα, για να μη γίνει άλλη φορά αυτό το κακό.
Νικόλαος Σκαντζός του Ηλία και της Ειρήνης Βάσσου, Κοκανιώτης