Μια πρόχειρη περιήγηση στο διαδίκτυο και στις αναρτήσεις κορυφαίων υπουργών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αρκεί για να αντιληφθεί ακόμη και ο φανατικότερος υποστηρικτής αυτής της κυβέρνησης ότι το επιτελικό κράτος του Μητσοτάκη αποτελεί μια καθαρά επικοινωνιακή φούσκα. Εάν η απειλή γενικευμένης σύρραξης και εξάπλωσης του πολέμου σε παγκόσμιο επίπεδο δεν ήταν τόσο ορατή, θα μπορούσαμε να μιλάμε για φάρσα. Δυστυχώς, όμως, η σοβαρότητα των εξελίξεων δεν αφήνει περιθώρια για αστεϊσμούς — κάτι που μόνο η ελληνική πλευρά φαίνεται να μην έχει αντιληφθεί, αφού η εξωτερική πολιτική που ασκεί (και κυρίως ο τρόπος με τον οποίο την ασκεί) αποδεικνύει την παντελή έλλειψη πολιτικού αισθητηρίου, εθνικής ενσυναίσθησης και σοβαρότητας.
Μέσα σε μόλις μία εβδομάδα, το επίσημο ελληνικό κράτος κατάφερε να ξεπεράσει κάθε προηγούμενο όριο αυτοδιασυρμού. Από τη μία, ο Γεραπετρίτης — περισσότερο γνωστός για τις υποκλίσεις του στον Ερντογάν και όχι για κάποιο επίτευγμα ως Υπουργός Εξωτερικών — επιδίδεται σε εξυπνακίστικες δηλώσεις, αποκαλώντας εαυτόν «φιλέλληνα». Την ίδια ώρα, η Τουρκία εκδίδει εκ νέου προκλητικές ανακοινώσεις περί δήθεν καταπιεζόμενων Τούρκων στη Θράκη, στην Κύπρο και στα Δωδεκάνησα. Η απάντηση του Υπουργείου Εξωτερικών υπήρξε όχι μόνο εντελώς χλιαρή (απέναντι σε δηλώσεις που, για ένα αξιοπρεπές κράτος, θα μπορούσαν να αποτελούν αιτία πολέμου), αλλά και πρόχειρη, αφού φαίνεται να… ξέχασε την ύπαρξη των Δωδεκανήσων. Άλλωστε, ποια απάντηση μπορεί να δώσει μια κυβέρνηση όταν έχει ξεκαθαρίσει πως μοναδικό της δόγμα παραμένει η πολιτική των «ήρεμων νερών» στο Αιγαίο και ενός «ήσυχου καλοκαιριού», ανεξαρτήτως κόστους;
Στη συνέχεια, ο Υπουργός Ναυτιλίας Κικίλιας — του οποίου ο τομέας αφορά τον μεγαλύτερο εμπορικό στόλο παγκοσμίως — απέδειξε ασχετοσύνη του, όταν, σε ερώτηση για τις επιπτώσεις ενδεχόμενων ιρανικών αντιποίνων σε επιθέσεις του Ισραήλ ή των ΗΠΑ, «μπέρδεψε» τον Περσικό Κόλπο με το… Σουέζ, βασίζοντας μάλιστα ολόκληρο το σκεπτικό της απάντησης του σε αυτό. Φυσικά, τα συστημικά ΜΜΕ μίλησαν για μια «αθώα γκάφα», όμως η πραγματικότητα είναι πως το επιτελικό κράτος του Μητσοτάκη απαρτίζεται σχεδόν στο σύνολό του από «αρίστους» τύπου Γεραπετρίτη και Κικίλια — συγκροτώντας έναν κορμό από εθνικά επικίνδυνους και κατώτερους των περιστάσεων υπουργούς, που οδηγούν τη χώρα σε παλινωδίες με δυνητικά οδυνηρές συνέπειες.
Κι ενώ οι στενοί συνεργάτες του Μητσοτάκη κρίνονται ακατάλληλοι για την άσκηση ακόμη και των πιο στοιχειωδών καθηκόντων τους, ο ίδιος συνεχίζει να παριστάνει τον «ηγέτη παγκόσμιου βεληνεκούς», παρέχοντας στρατηγικές συμβουλές στις μεγάλες δυνάμεις για το ποιες πρέπει να είναι οι επόμενες κινήσεις τους στον πόλεμο της Μέσης Ανατολής.
Η Ελλάδα, εάν θέλει πράγματι να λογίζεται ως υπολογίσιμη δύναμη, οφείλει να είναι σε θέση να εξασφαλίζει τα κυριαρχικά της δικαιώματα χωρίς να ζητά τη συγκατάθεση τρίτων χωρών — και, ιδίως, χωρίς να εξαρτάται από την έγκριση της Τουρκίας, η οποία τα αμφισβητεί ευθέως. Εάν η Ελλάδα είναι όντως Ελλάδα, και όχι ένα θλιβερό προτεκτοράτο, και εφόσον διαθέτει τη βούληση και τη δυνατότητα να αποτελεί «παίκτη» στην παγκόσμια γεωπολιτική σκακιέρα, έχει καθήκον να ασκεί την εθνική της κυριαρχία και να τη διατηρεί ακέραιη — χωρίς να την παζαρεύει ή να τη θέτει σε κίνδυνο για χάρη ενός πολέμου που δεν την αφορά.